Η Πελοπόννησος είναι η μεγαλύτερη χερσόνησος της Ελλάδας, και ένα από τα εννέα γεωγραφικά της διαμερίσματα. Πληθυσμός: 1,1 εκατ. (2011)
Η Φωτό Μου

Καθημερινά... με τον Πάνο Αϊβαλή // Επικοινωνία στο email: kepeme@gmail.com

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

....................... "Η εξουσία χαρίζει τα αγαθά της μόνο σε όσους επιθυμούν να την υπηρετήσουν". Μιχ. Σπέγγος

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτός που αγωνίζεται μπορεί να χάσει, όμως αυτός που δεν αγωνίζεται ήδη έχει χάσει.

Bertolt Brecht, 1898-1956, Γερμανός συγγραφέας

"Χαίρε Ω Χαίρε Ελευθερία" Δ. Σολωμός

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

Η περιήγηση του Παυσανία στην Αρκαδία

  Η περιήγηση του Παυσανία   

Ο Παυσανίας ασχολήθηκε με την Αρκαδία διεξοδικότερα από οποιοδήποτε άλλο τόπο της Ελλάδας (συμπεριλαμβανομένης και της Αττικής), αφιερώνοντας σε αυτήν το 8ο βιβλίο του "Αρκαδικά" και καταγράφοντας ό,τι είδε και άκουσε. Εσωτερική ένδειξη στο βιβλίο επιτρέπει τη χρονολόγησή του στα 174 μ.Χ., όπως η ανάλογη του πρώτου βιβλίου των Ηλιακών επιτρέπει τη χρονολόγηση εκείνου στα 173. Επομένως ο Παυσανίας από το 5ο βιβλίο προχώρησε χωρίς χρονοτριβή στα τρία επόμενα, με τα οποία έκλεισε την «περιήγηση» της Πελοποννήσου. Αυτό ενισχύει την άποψη πως τα Ηλιακά, τα Αχαϊκά και τα Αρκαδικά τα είχε δουλέψει σα μία ενότητα μέσα στη διετία 173 και 174 μ.Χ. Το έργο περιλαμβάνει 54 κεφάλαια και αποτελεί μια πολύτιμη και αστείρευτη ιστορική πηγή και μαρτυρία για την ιστορική διαδρομή της Αρκαδίας, τις παραδόσεις τις λατρείες και τους θρύλους της. Αν και μισοερειπωμένη επί των ημερών του η ορεινή αυτή χώρα, ήταν πλούσια σε ασυνήθεις λατρείες και αρχαίες παραδόσεις. Ο Παυσανίας ένιωσε ευτυχή τον εαυτό του που μπόρεσε να γνωρίσει από κοντά τις παραδόσεις της και μερικές από τις πιο δυσπρόσιτες κώμες της.

Στο βιβλίο του "Αρκαδικά" ο Παυσανίας ρητά σημειώνει πως "επολυπραγμόνησε" στη σπουδή του μυθικού παρελθόντος της Αρκαδίας, ιδίως της διαδοχής των βασιλέων της, όπως την παρουσιάζουν οι ίδιοι οι Αρκάδες. Για τους ιστορικούς χρόνους περιορίζεται ν’ αναφέρει τα "κοινά" όλων των Αρκάδων έργα, κατόπιν περιγράφει διεξοδικά τη χώρα παρουσιάζοντας με επιμέλεια τις τοπικές λατρείες και παραδόσεις. Δεν συνεχίζει, όπως είναι η συνήθειά του, από εκεί όπου είχε διακόψει την περιγραφή στο προηγούμενο βιβλίο (δηλ. από την Πελλήνη και το ιερό της Δήμητρος Μυσίας), αλλά αρχίζει από την κυριότερη πεδιάδα της Αρκαδίας, την πεδιάδα της Μαντινείας, όπου βρίσκονταν οι σημαντικότερες πόλεις της Αρκαδίας, η Τεγέα και η Μαντίνεια. Αναφέρει τρία περάσματα προς την πεδιάδα αυτή από την Αργολίδα: το πρώτο που είναι και το σημερινό, (με τον αμαξιτό δρόμο προς την Τρίπολη και τη σιδηροδρομική γραμμή) είναι των Υσιών (Αχλαδόκαμπου), πάνω από το Παρθένιον όρος. Απ’ αυτό αρχίζει ο Παυσανίας και σ’ αυτό τελειώνει την περιγραφή της Αρκαδίας διατρέχοντας κυκλικά τα ανατολικά, βόρεια, δυτικά και νότια της χώρας, με το όρος Μαίναλο στη μέση... 

"Η Αρκαδία, για την περιήγηση του Νέου Αναχάρσιδος", χαρακτικό του Ambroise Tardieu

Στις περιηγήσεις του ο Παυσανίας άφησε τελευταία την Αρκαδία από όλες τις περιοχές της Πελοποννήσου. Σχεδίαζε να ασχοληθεί με αυτή αφού πρώτα συμπληρώσει κυκλικά την περιγραφή όλων των παραλιακών περιοχών (με τη σειρά: της Αργολιδοκορινθίας, της Λακωνίας, της Μεσσηνίας, της Ήλιδας και της Αχαΐας). Η Αρκαδία ήταν τότε μεσογειακή χώρα, χωρίς διέξοδο στη θάλασσα. Την ορεινή αυτή χώρα την περιέγραψε με πολλές διαδρομές αρχίζοντας από τη Μαντινική και τελειώνοντας στην Τεγεάτιδα. Στη Μαντινεία έφτασε από το Άργος ακολουθώντας τον ημιονικό δρόμο της Πρίνου. Από εκεί προχώρησε στη Φενεατική και στη Στυμφαλία. Έπειτα, προς βορρά, στη Νώνακρι και στη Στύγα, στους Λουσούς και στην Κύναιθα. Από τη Φενεό έπειτα πέρασε στην Κλειτορία και από τον Ορχομενό στις Καφυές, έπειτα από τις οποίες περιέγραψε τις παραδώνιες θέσεις ως την Ψωφίδα. Από εκεί κατευθύνθηκε προς νότο, στην Θέλπουσα, την Ηραία, και την Αλίφειρα και έπειτα ανατολικά, για να καταλήξει, μετά τη Γόρτυνα, στη Μεγαλόπολη. Από τη Μεγαλόπολη μια διαδρομή του, προς βορρά, κατέληξε στο Μεθύδριο, μια δυτικά στη Λυκόσουρα, τη Φιγάλεια και τις Βάσσες και μια ανατολικά στην Τεγέα. Με την περιγραφή της Τεγέας ο Παυσανίας συμπλήρωσε την περιγραφή της Πελοποννήσου.

Τα "Αρκαδικά" του Παυσανία είναι το διδακτικότερο βιβλίο του. Αν ήθελε να παρουσιάσει απλώς τις πόλεις της Πελοποννήσου και τα εν εκάστη πόλει αξιολογότατα ες μνήμην, όπως ο ίδιος, χωρίς να ακριβολογεί λέει, τα Αρκαδικά θα ήταν το συντομότερο βιβλίο του, όπως πραγματικά το μέρος αυτό έχει τη μικρότερη έκταση στο έργο του Στράβωνα . Η χώρα κατά την εποχή του ήταν ερημωμένη και ερειπωμένη και ο πληθυσμός της είχε ελαττωθεί ακόμα περισσότερο επί Παυσανία. Αυτός όμως είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένος από την Αρκαδία, αφού διαπιστώνει ότι τα στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού της επιζούσαν και ότι η χώρα ήταν ένα πανόραμα τοπικών λατρειών, θρύλων και παραδόσεων. 
Ο Παυσανίας παρουσιάζει φημισμένα κατάλοιπα του μυθικού ή ιστορικού παρελθόντος της που και η απλή θέα ή μνήμη τους προκαλεί συγκίνηση, ας είναι και φτωχά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα διατηρούμενα στην Τραπεζούντα ίχνη της γιγαντομαχίας ή τα κόκκαλα γίγαντος, η σχεδόν διαλυμένη από την πολυκαιρία δορά του καλυδώνιου κάπρου που φυλάσσονταν στην Τεγέα, οι σκουριασμένες πέδες, με τις οποίες είχαν δεθεί οι αιχμάλωτοι Λακεδαιμόνιοι του Χαριλάου (που τον είχε κάνει βασιλιά στη Σπάρτη ο νομοθέτης Λυκούργος), που φυλάγονταν και αυτές στο ναό της Αλέας Αθηνάς, ο αναφερόμενος και από τον Όμηρο τάφος του μυθικού Αρκάδα βασιλιά Αιπύτου που με πολλή περιέργεια ήθελε να δει ο Παυσανίας. Με το ίδιο ενδιαφέρον περιγράφει φυσικές ιδιομορφίες, όπως τα νερά της Στύγας και τις ορεινές περιοχές με τις καταβόθρες, καθώς και τα ποτάμια που χάνονται στο βάθος της γης και ξαναβγαίνουν σ' άλλο μέρος...

__________

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

ΜΙΑ ΑΠΟΚΡΙΑ ΤΟΥ 1958 ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΗ !!

         ΜΙΑ ΑΠΟΚΡΙΑ ΤΟΥ 1958      

Κάτι λίγα χρόνια είχαν έρθει στη Σπάρτη απ' τα χωριά της Γορτυνίας. Ένα μικρό πλινθόκτιστο σπιτάκι στέγασε μιαν αγάπη χρόνων που πέρασε ανταριασμένα πελάγη ως να βρει λιμάνι. Στα 1958 εγώ ήμουν 4 χρόνων και ο αδερφός μου ο Γιάννης γεννησάρικο μωρό. Ο πατέρας στην καθημερινή σκληρή δουλειά στην οικοδομή κι όπου αλλού μπόραγε και η μάνα στο σπίτι να κρατάει τιμόνι στο σαπιοκάραβο. Φτώχεια αλλά και αγάπη και ζεστασιά και απόφαση να τα βγάλουν πέρα με όποιον καιρό. Τις αποκριές ο πατέρας μου (ο Πανάγος ο "Σερέτης" από Δόξα - Βρετεμπούγα Γορτυνίας) έβαζε τα καλά του, στολιζότανε και η μάνα μου και βγαίνανε ζευγάρι στον "κήπο" μας στο πίσω μέρος του σπιτιού. Δεν άντεχε την κλεισούρα ο πατέρας μου. Του 'φερνε στεναχώρια να βλέπει τοίχους και ταβάνια. Ίσως ήτανε που από μικρός ήτανε έξω , με τα μπουλούκια των μαστόρων, ίσως ήτανε που βρέθηκε στο "βουνό" κι έμαθε στη λευτεριά του αέρα και του ουρανού, ίσως τον είχεν πνίξει η Μακρόνησος και τα σίδερα της φυλακής , ίσως ήτανε όλα μαζί.
Πάντως αποκριές μέσα στο σπίτι δεν ήθελε ούτε να τις ακούει . Εκεί στον κήπο, λοιπόν, ο πατέρας μου έβαζε κάτω ένα κασόνι κι απάνω του το γραμμόφωνο, το "βαλιτσάκι" του, όπως το έλεγε. Έστρωνε παραδίπλα τραπέζι η μάνα μου με το καλό, το λευκό τραπεζομάντιλο της προίκας της, έβαζε πάνω και μια μπουκάλα κρασί και ό,τι μεζέ είχε το φτωχικό της. Κι ύστερα ο Πανάγος ο Σερέτης κούρντιζε το γραμμόφωνο, έβαζε πάνω τις πλάκες, κατέβαζε πάνω στις αυλακιές τη βελόνα και γέμιζε η πλάση με τα ωραία τραγούδια της αποκριάς "λεμονάκι μυρωδάτο", "Κίνησε η Γερακίνα", Σελήμπεη μπεόπουλο"... αλλά και τις πενιές του Τσιτσάνη και των άλλων "Συννεφιασμένη Κυριακή" , "Όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα" , "θ' ανέβω και θα τραγουδήσω στο πιο ψηλότερο βουνό"... και χόρευε ο πατέρας μου κρατώντας απ' το μαντίλι το άσπρο τη μάνα μου κι από πίσω εγώ και οι συγγενείς και οι γειτόνοι που καλεσμένοι απ' τα τραγούδια μαζεύονταν στη μικρή μας την αυλή. Τα ζεϊμπέκικα όμως ήταν υπόθεση ατομική του Πανάγου του Σερέτη.Τότε μέριαζαν όλοι στην άκρη κι αυτός κάρφωνε τα μάτια του στη γη, σήκωνε τα χέρια του σαν φτερούγες αϊτού που ετοιμάζεται να πετάξει ψηλά κι ύστερα με μικρά "μεθυσμένα" βήματα έφερνε τις στροφές του, χτύπαγε τα πόδια στο χώμα λες και πατούσε κάτω τα στοιχειά της ζωής του, κάπου κάπου έσκυβε και σκαμπίλιζε το χώμα με την καλή και την ανάποδη του χεριού και μετά ορθωνόταν ξανά και θριαμβικά χτύπαγε με το χέρι το πίσω μέρος από το παπούτσι του το μαύρο. Σ' όλη μου τη ζωή μέχρι τώρα δεν έχω δει ποτέ άντρα να χορεύει τέτοιο ζεϊμπέκικο κι ούτε κι εγώ έχω τολμήσει ποτέ να το χορέψω . 

Μετά καθονταν όλοι στις ψάθινες καρέκλες γύρω από το τραπέζι τσίμπαγαν κάνα μεζέ , έπιναν κρασί πολύ , τραγούδαγαν, ξαναχόρευαν, έπιναν πάλι, τραγούδαγαν ξανά μαζί με το γραμμόφωνο, στράγγιζαν μέχρι γουλιά τη νταμιτζάνα με το κρασί και χώριζαν αργά το απόγευμα, μεθυσμένοι και χαρούμενοι γιατί η ζωή όσο κι αν πάσχιζε δεν μπόραγε να τους σβήσει τη φλόγα που έκαιγε στην καρδιά τους, τη λάμψη από τα μάτια και το χαμόγελο του όνειρου απ' τα χείλη.
ΚΑΛΕΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ , ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ ! ΝΑ 'ΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΚΑΛΑ !
ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ !

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018

Ο ετήσιος Χορός Συλλόγου Πελοποννησίων Ν. Βοιωτίας "Ή Αγία Λαύρα"

ΒΟΙΩΤΙΑ



Στην φετινή μας εκδήλωση θα συμμετέχει το ενήλικο τμήμα με χορούς από τις περιοχές της Πελοποννήσου και τα τραγούδια θα ερμηνεύσει η Ανδριάνα Μόκα και ο Άρης Ντίνας. Το παιδικό μας τμήμα , θα παρουσιάσει χορούς από την Μακεδονία.




Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

Ο Δεκάλογος των Μη Τοξικών Σχέσεων

Θέματα Ψυχολογίας

Γράφει ο Γιάννης Ξηντάρας *
(simvouleftikigamou.gr)  


Δέκα λόγοι, δέκα τρόποι, δέκα λέξεις, δέκα νοήματα.

1. Υπομονή.
2. Εμπιστοσύνη.
3. Ενσυναίσθηση.
4. Έκφραση των συναισθημάτων.
5. Αγάπη.
6. Ερωτισμός.
7. Ανανέωση.
8. Υποστήριξη.
9. Ανοχή στο διαφορετικό.
10. Σεξουαλικότητα.

Κάθε λέξη έχει την αξία της. Αποφεύγω την ανάλυση για να μείνουμε στην αποσταγμένη ουσία του κάθε νοήματος. Όπως ερμηνεύεται από τον καθένα…

____________

Ο  Γιάννης Ξηντάρας είναι Ψυχολόγος-Σύμβουλος Γάμου, απόφοιτος Πανεπιστημίου Αθηνών και Strathclyde University. Μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων και της Ελληνικής Προσωποκεντρικής και Βιωματικής Εταιρείας, επιστημονικός υπεύθυνος στο Κέντρο Συμβουλευτικής και Ψυχολογικής Υποστήριξης “Επαφή”. 

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟΝ «ΤΑ ΤΖΙΝΤΖΙΝΑ» (του ΛΑΜΠΡΟΥ)


Βαγγέλης Μητράκος
ΣΠΑΡΤΗ




        "ΤΟ  ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ  ΤΟΥ  ΜΟΡΕΩΣ"              

ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟΝ «ΤΑ ΤΖΙΝΤΖΙΝΑ»
(του ΛΑΜΠΡΟΥ)
Το από πού θα σου έρθουν οι μυρουδιές είναι και θέμα καιρού : Αν φυσάει βοριαδάκι , θα τις «πιάσεις» κάπου εκεί που ήταν το παλιό βιβλιοπωλείου «ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ» . Αν είναι νοτιάς οι μυρουδιές ταξιδεύουν προς τα πάνω φτάνοντας μέχρι το παλιό φαρμακείο «ΣΑΪΝΟΠΟΥΛΟΥ», μπορεί και πιο πέρα. Εκείνοι που ξέρουν, χαμογελούν. Πολλούς τους τραβάει η μυρουδιά «απ’ τη μύτη» . Ένα, δύο, τρία …δέκα σκαλοπατάκια, υπόγειο, γωνία Παλαιολόγου και Κλεομβρότου :

  ΜΑΓΕΙΡΕΙΟ  
  ΤΑ ΤΖΙΝΤΖΙΝΑ  
  Β. & Λ. ΛΑΜΠΡΟΥ 

Στο μεσιανό σκαλοπάτι μια διπλή τζαμόπορτα που σε βάζει στο ναό της γεύσης και του παραδοσιακού φαγητού . Αριστερά απ’ τη σκάλα η κουζινούλα . Πάνω στον πάγκο της , μέσα στη γυαλένια βιτρίνα , αραδιασμένες οι βαθιές κατσαρόλες και τα ταψιά , γιομάτα όλα με εκλεκτά φαγητά, μαγειρεμένα με μοναδική μαστοριά και σπιτιάτικη νοστιμάδα: Αρνάκι ή μοσχαράκι κοκκινιστό , λαχταριστή μακαρονάδα , ψητό με πατάτες με λεμονάκι , σκορδάκι και ρίγανη , χόρτα ολοτρύφερα , μαρίδα που η μυρουδιά της (όταν τηγανίζεται) ανασταίνει και πεθαμένους , φασολάδα να τρώει η μάνα να…τρώει και το παιδί, μπριάμ , φασολάκια , μπάμιες , γεμιστά , αγκινάρες α λα πολίτα , σπανακόρυζο , φακές …και κάθε πρωί παραδοσιακός , αχνιστός , πατσάς ή μοσχαροκεφαλή .
Στου «ΛΑΜΠΡΟΥ» η κουζίνα είναι ελληνική από παράδοση και τη διαφορά στη νοστιμάδα την κάνει η αρχέγονη τέχνη του μαγερειού που έχει επιζήσει από γενιά σε γενιά . Εδώ δεν θα βρεις ξενοτικά φαγητά (γκούλας, μπραιζέ , μπουργκινιόν , προβανσάλ και δεν ξέρω τι άλλο… ) . Στου «ΛΑΜΠΡΟΥ» θα βρεις το νόστιμο σπιτιάτικο φαγητό , που έφτιαχνε η γιαγιά, η μάνα σου … Στου «ΛΑΜΠΡΟΥ» το φαγητό έχει συναίσθημα . Σου μιλάει και του μιλάς . Επικοινωνείς !

Το μαγέρικο είναι μικρό . Μόλις που χωράει δέκα ξύλινα , τετράγωνα τραπεζάκια . Χαμηλοτάβανο , για να νιώθουν οι πελάτες τη «ζεστασιά» του . Στην πλάτη της κουζίνας μια πιατοθήκη γεμάτη με άσπρα πιάτα , βαθιά , ρηχά , μικρά και μεγάλα , ανυπόμονα πότε θα ’ρθει η σειρά τους για να γεμίσουν . Μπροστά απ’ την κουζίνα , μια ψωμιέρα με φρέσκα , λαχταριστά ψωμιά . Στο πίσω μέρος ένα μικρό επαγγελματικό ψυγείο με βιτρίνα , για τα αγγούρια , τις ντομάτες , τη φέτα , τις μπίρες και τα αναψυκτικά . Πίσω απ’ το ψυγείο το βαρελάκι με το καλό κρασί . Ο Λευτέρης και ο Βασίλης , μαζί κι ο «μικρός» του μαγέρικου , πανέτοιμοι να σε εξυπηρετήσουν αμέσως . Πολλές φορές «παρών» και ο κυρ-Γιώργης ο Λάμπρος , ο πατέρας των παιδιών . Μπορεί να πήρε σύνταξη , μπορεί να παρέδωσε την σκυτάλη (την κουτάλα του μαγερειού πες καλύτερα ) αλλά το μαγαζί αυτό ήταν η ζωή του και δεν μπορεί να το αρνηθεί .
Στο μαγέρικο του «ΛΑΜΠΡΟΥ» αποβραδίς αρχίζει η προετοιμασία για την άλλη μέρα : Η φασολάδα με το σέλινο μπαίνει στη φωτιά για να σιγοβράσει και να μελώσει . Γεμίζει όλη η διασταύρωση από τη μυρουδιά της . Μια καρέκλα που στυλώνει την ανοιχτή τζαμόπορτα αλλά και τα θολωμένα τζάμια είναι σημάδι πως η φασολάδα βρίσκεται «υπ’ ατμόν» . 
Η κίνηση στου «ΛΑΜΠΡΟΥ» αρχίζει από πολύ πρωί . Ο λαχταριστός ζεστός πατσάς και η μαλακιά , ζουμερή , μοσχομυριστή μοσχαροκεφαλή είναι ό,τι πρέπει για ν’ αρχίσει κανείς τη μέρα του . Να ’ναι χειμώνας , λοιπόν , ο πατσάς ν’ αχνίζει , τα τζάμια να ’χουν θολώσει και οι πρωινοί καλοφαγάδες, αφού έχουν ρίξει τις μπουκιές τους μέσα στο ζουμί , να ρουφάνε άπληστα και ν’ ακούγεται στο μαγέρικο συναυλία , θαρρείς , από χαλασμένα βαρύτονα . 
Ο πατσάς του «ΛΑΜΠΡΟΥ» έχει ξεπεράσει τα στενά όρια της Λακωνίας . Συνάντησα ταξιτζή στην Καρδίτσα , που είχε φάει πατσά στου «ΛΑΜΠΡΟΥ» κι όταν άκουσε πως είμαι Σπαρτιάτης μου χάρισε την κούρσα , λόγω «πατσά» . Ήμουνα μπροστά , που ένα πρωινό κατέβηκαν στο μαγέρικο κάτι Μακεδόνες και ζήτησαν θεσσαλονικιό πατσά με σκορδοστούμπι . «Εδώ είναι Λακωνία» πήραν τη φιλική απάντηση από τον Λευτέρη . Έφαγαν σπαρτιάτικο πατσά «ΛΑΜΠΡΟΥ» και σαν άλλοι λωτοφάγοι ξέχασαν τον σαλονικιό πατσά και ό,τι άλλο είχαν δοκιμάσει ως εκείνη τη μέρα .
Η ιστορία του μαγέρικου του «ΛΑΜΠΡΟΥ» αρχίζει από παλιά , όταν στις αρχές της 10ετίας του ’30 το άνοιξαν και το δούλεψαν , όπως μου είπε ο κυρ-Γιώργης , οι Κατραναίοι . Μετά το πήρε ο Κώστας ο Γκότσης και το Μάη του 1962 το πήρε ο ίδιος. Είχε ταβέρνα στα όμορφα Τζίτζινα του Πάρνωνα , στο χωριό του, ο κυρ-Γιώργης και την ήξερε καλά τη δουλειά . Ήταν μερακλής και άνθρωπος ωραίος, κι αμέσως έπιασε πελατεία ΚΑΙ στη Σπάρτη. Έδωσε στο μαγαζί το όνομα του χωριού του , για να θυμάται τα νερά , τα έλατα και τη δροσιά του , για να μην ξεκόψει από τις Ρίζες . 
Το μαγέρικο του «ΛΑΜΠΡΟΥ» είναι το τελευταίο του είδους που έχει απομείνει στη Σπάρτη . Κι αυτό , χάρη στα παιδιά του κυρ-Γιώργη , τον Βασίλη και τον Λευτέρη , τα οποία εδώ και πέντε χρόνια (από το 1992) δουλεύουν το μαγαζί με το ίδιο μεράκι και την ίδια φροντίδα που το δούλεψε ο πατέρας τους για τριάντα ολόκληρα χρόνια . Γελαστοί και πρόσχαροι, σε καλωσορίζουν με χαρά πραγματική , χωρίς προσποίηση . Νιώθεις φίλος και όχι πελάτης , σαν να βρίσκεσαι στο σπίτι σου και με το που θα κάτσεις αισθάνεσαι αμέσως πως κάποια μυστική ευλογία κυβερνάει τούτο το υπόγειο μαγαζάκι . 
Η παλιά Σπάρτη ήταν κάποτε γεμάτη από τέτοια υπόγεια «οινομαγειρεία»: Ήταν του «ΚΟΥΡΟΥΜΑΝΗ» (λίγο πιο κάτω από του «ΛΑΜΠΡΟΥ»), του «ΠΕΡΔΙΚΛΩΝΗ» στην Παλαιολόγου, το περίφημο μαγέρικο του «ΜΗΤΡΟΥΣΗ» (Ευαγγελιστρίας και Παλαιολόγου κάτω απ’ το μπακάλικο «ΚΟΥΤΣΑΡΗ - ΣΚΙΑΔΑ», του «ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ» (κάτω από το υποδηματοποιείον «ΑΛΑΤΣΑ» Ευαγγελιστρίας και Παλαιολόγου, με σπεσιαλιτέ το μαπόρυζο και το σπανακόρυζο) του «ΛΑΣΚΑΡΗ» και του «ΑΚΟΥΡΗ» (στις καμάρες δίπλα στο Μουσείο , του «ΒΑΓΙΑ» στη λαχαναγορά, του «ΠΙΤΣΟΥΛΗ» στην Παλαιολόγου , του «ΤΡΟΥΓΚΑΚΟΥ» κι ένα σωρό άλλων τίμιων βιοπαλαιστών που έζησαν οικογένειες με δυο-τρεις κατσαρόλες , ένα ταψί κι ένα τηγάνι και καλό κρασί .
Όλα αυτά τα μαγέρικα (δεν πάει η γλώσσα μου να τα πω «εστιατόρια») τάισαν - τα χρόνια εκείνα τα δύσκολα - τον φτωχόκοσμο και τους μεροκαματιάρηδες : τους εργάτες, τους αχθοφόρους , τους καροτσέρηδες , τους λούστρους , τους λαχειοπώλες , τους πλανόδιους με τα καρότσια και τους υπαίθριους πάγκους , τους τσαγκάρηδες , τους καλατζήδες , τους παλιατζήδες , τους εφημεροπώλες …όλους εκείνους – τέλος πάντων-που έβγαζαν μεροκάματο στο πεζοδρόμιο της βιοπάλης , όλους εκείνους που κάποια στιγμή καθόταν το «αχ» στο λαιμό τους και τους έπνιγε και γύρευαν με μια μπουκιά φαΐ κι ένα ποτήρι κρασί να το καταπιούν , για να πάρουν ανάσα , κουράγιο και δύναμη . 
Σιγά – σιγά , το ένα μετά το άλλο , τα λαϊκά μαγέρικα έκλεισαν . Χάθηκαν . Το μαγέρικο του «ΛΑΜΠΡΟΥ» , όμως , έμεινε όρθιο . Αντιστάθηκε . Άντεξε . Κι εξακολουθεί ως τα σήμερα να μας θυμίζει ΤΙ και ΠΩΣ έτρωγαν παλιότερα , στα οινομαγειρεία εκείνης της εποχής . Εδώ αισθάνεσαι πως κάποιος βάζει στο χέρι σου το ρολόι του χρόνου κι εσύ μπορείς και γυρίζεις πίσω τους δείχτες του και φέρνεις εκεί , στα διπλανά τραπέζια , τους πατεράδες και τους παππούδες που πέρασαν κάποτε από δω , εκείνους τους αλέγρους ανθρώπους , τους ανενόχλητους , τους αγνούς , τους γιομάτους αγαθότητα και καθαρή ματιά ,και ακούς τις παλιές ιστορίες . Και το πιο σημαντικό , συνεχίζει να σε συντροφεύει εδώ η ίδια αίσθηση θαλπωρής και οικειότητας που έζησαν ΚΑΙ οι παλαιοί . Τούτο το απλό , αυθεντικό παραδοσιακό στέκι της Σπάρτης , σε βοηθάει , πραγματικά , να θυμηθείς ποια είναι τα στοιχεία εκείνα , που μας έχουν κάνει , ως Έλληνες , να αντέχουμε στον χρόνο .
Μόνο η πελατεία του μαγέρικου έχει αλλάξει . Σήμερα , εκτός από τους λαϊκούς ανθρώπους , θα το επισκεφθεί και ο δημόσιος υπάλληλος , ο γιατρός , ο δικηγόρος , ο επιχειρηματίας , ο ομογενής που γυρίζει και αναζητά Ιθάκες , ο τουρίστας που ζητάει κάτι διαφορετικό , το γνήσιο ελληνικό φαγητό … Το μαγειρείο του «ΛΑΜΠΡΟΥ» είναι καταχωρημένο (χωρίς να το επιδιώξει) σε πολλούς τουριστικούς οδηγούς , ελληνικούς και ξένους , σαν ένα γνήσιο , παραδοσιακό , ελληνικό εστιατόριο , με κουζίνα καθαρά ελληνική , παραδοσιακή , ποιοτική και νόστιμη . 
Το φαγητό στου «ΛΑΜΠΡΟΥ» είναι μια ιεροτελεστία . Κατεβαίνοντας τη σκάλα , σταματάς στη μέση της , στο ύψος της κουζίνας , και ρίχνεις μιαν αχόρταγη ματιά στα εδέσματα . Πολλοί παραγγέλνουν εκεί . Επί τόπου . Ως να κατεβείς και να πιάσεις θέση , το φαγητό σου είναι στο τραπέζι . Εδώ δεν υπάρχουν καθυστερήσεις . Τα τραπέζια είναι κοντά στην κουζίνα , τα παιδιά σβέλτα και το σερβίρισμα άμεσο . Το παιδί του μαγαζιού θα φέρει στα γρήγορα τα σερβίτσια και το ψωμί και η ευωχία αρχίζει . 
Το καλό φαγητό , πέρα από ανάγκη , είναι χαρά και απόλαυση . Και , γιατί όχι , ΜΠΟΡΕΙ να κάνει τους ανθρώπους να νιώσουν καλύτερα . Βλέπεις ανθρώπους μουρτζούφληδες , « ανήλιαγους» , για χίλιους δυο λόγους , να κατεβαίνουν στο μαγέρικο του «ΛΑΜΠΡΟΥ» , και ύστερα να ανεβαίνουν τη σκάλα χαμογελαστοί , όξω καρδιά. Που πάει να πει ότι με το καλό φαγητό , το κρασάκι και το ζεστό - σπιτικό περιβάλλον απόχτησαν , μέσα σε λίγη ώρα , άλλη ψυχολογία . Είδαν τα πράγματα από τη θετική τους πλευρά. Πιο αισιόδοξα . Κι όση βρέθηκαν στην πόλη «ξενιτεμένοι» , μέσα από τα βιώματα και τις θύμησες , τις αλήθειες και τις φαντασίες , πλασμένες μέσα από μια πραγματικότητα, από πληροφορίες και συζητήσεις , θα δει στο μαγέρικο του «ΛΑΜΠΡΟΥ» το μαγαζί και τον μαγαζάτορα του χωριού του , θα φέρει στο μυαλό του προσωπικές θύμησες και εμπει¬ρίες και θα ξαναζήσει παλαιές όμορφες μέρες , μέρες που διαβήκανε , μέρες που αλλάξανε όπως τόσα και άλλα στη ζήση μας . Τούτο το ταπεινό υπόγειο μαγαζί παραμένει όπως το μαγαζί του χωριού , που ήτανε τον καιρό εκείνονε κάτι σαν την εκκλησιά , σαν το σκολειό , μια προέκταση του σπιτιού σου , ένα κομμάτι της ζωής των κατοίκων, ένα κομμάτι της ψυχής σου .
Μερικοί μερακλήδες καλοφαγάδες έχουν πρόβλημα στου «ΛΑΜΠΡΟΥ» με την παραγγελία . Δεν ξέρουν ΤΙ να πρωτοδιαλέξουν από τις τόσες νοστιμιές . Πολλές φορές λύνουν το πρόβλημα παραγγέλνοντας κι απ’ αυτό , κι από κείνο , κι από τ’άλλο , μη φύγουν με το παράπονο ότι δεν δοκίμασαν κάτι που τους άρεσε . «Τραβάνε» και μερικά ποτηράκια καλό κρασί κι ανεβαίνουν τη σκάλα «πλήρεις ευτυχίας και χαράς» , με μάγουλο κόκκινο , μάτι λαμπερό , χαμόγελο ευχαριστημένο και μια οδοντογλυφίδα στην άκρη των χειλιών .
Κάποιοι από τους παντρεμένους πελάτες του «ΛΑΜΠΡΟΥ» εξομολογούνται πως περνούν εξαιτίας του , έναν μικρό Γολγοθά στο σπίτι τους , το μεσημέρι . Σερβίρει , ας πούμε , η γυναίκα τους το φαγητό , εκείνοι το «γυρίζουν» από δω …το γυρίζουν από κει … «δεν έχω όρεξη σήμερα…» , «ξέρεις …πείνασα και κατέβηκα στου ΛΑΜΠΡΟΥ…είχε κάτι μαρίδες … ένα αρνάκι κοκκινιστό… !!!» . Παίρνει τότε φωτιά η γυναίκα τους : «Να βουτήξω το πιάτο να στο φέρω στο κεφάλι …να δεις ! Δεν ξαναμαγειρεύω ! Να πηγαίνεις να τρως στου «ΛΑΜΠΡΟΥ» , αφού μαγειρεύει τόσο ωραία»! Και ναααα μια μούρη κατεβασμένη όλη τη βδομάδα . Πού να καταλάβει , η καημένη , πως ο «ΛΑΜΠΡΟΣ» δεν μπαίνει σε μέτρα και σε συγκρίσεις , ότι είναι Ιδέα και τρόπος ζωής και ανάγκη . 
Αν , λοιπόν , περάσετε στο κέντρο της Σπάρτης και «πιάσετε» τις μυρουδιές του «ΛΑΜΠΡΟΥ» , μη διστάσετε . Αφεθείτε σ’ αυτές , ακολουθήστε το ένστικτό σας και δεν θα μετανιώσετε . Κι αν η γυναίκα σας θυμώνει και βλέπει τον «ΛΑΜΠΡΟ» ως ανταγωνιστή και αντίπαλο , πάρτε την κι εκείνη μια μέρα να φάει στο μαγέρικο . Θα της περάσουν τα νεύρα . Κι ίσως παραγγείλει και δεύτερη μερίδα και γίνει και πελάτης τακτικός . 
Κάθε πράγμα στη ζωή μας χρωματίζεται ανάλογα με το χρόνο που γεννήθηκε , με τις συνθήκες που επικρατούν , με τη διάθεση και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων . Έτσι και τούτο το τελευταίο παραδοσιακό μαγέρικο της Σπάρτης , το ΟΙΝΟΜΑΓΕΙΡΕΙΟ του «ΛΑΜΠΡΟΥ» , έχει πάνω του ανεξίτηλη την πατίνα του χρόνου . Δεν κραυγάζει , αλλά ξεχωρίζει . Γιατί έρχεται από το παρελθόν και συμπορεύεται με τους ανθρώπους, αδιαφορώντας για την εξέλιξη των καιρών μας , σαν ένα ζωντανό κομμάτι της παράδοσης αυτής της όμορφης πόλης –της Σπάρτης μας - που κουβαλά μέσα του (εκτός από τη δική του ιστορία) και την ιστορία του τόπου και των ανθρώπων του !
~~~~~~~~~~~

ΥΓ: Σήμερα , Φεβρουάριος 2018, 20 χρόνια μετά το γράψιμο τούτης της ιστορίας για το μαγέρικο του «ΛΑΜΠΡΟΥ», ΟΛΑ μένουν εκεί όπως ήταν . Μόνο ο μπαρμπα –Γιώργης «λείπει» . Όμως η ψυχή του είναι σίγουρο πως βρίσκεται κάθε στιγμή εκεί, πίσω από την κουζίνα , με την άσπρη ποδιά του , μπροστά στις κατσαρόλες και τα ταψιά , με τις κουτάλες , τις πιρούνες και τους κεψέδες στα χέρια , με το πλατύ του χαμόγελο και τη ζεστή ματιά του να καλωσορίζει τους πελάτες , φύλακας άγγελος της ιστορίας και της παράδοσης του μαγαζιού του . Σήμερα , όσο κι αν η φοβερή κρίση γονάτισε την ελληνική κοινωνία , οι πελάτες συνεχίζουν να κατεβαίνουν στου «ΛΑΜΠΡΟΥ» , να τρώνε , να πίνουν και να «ζεσταίνονται» . Ίσως τώρα η ψυχή τους το έχει ανάγκη τούτο το μαγέρικο, περισσότερο από ποτέ.

* Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΛΑΚΩΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ στις 11 Ιουνίου 1998 .
* «Ξανακοιτάχτηκε» στις 3 – 2 -2018

Βαγγέλης Μητράκος
ΓΙΑ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ