Η Πελοπόννησος είναι η μεγαλύτερη χερσόνησος της Ελλάδας, και ένα από τα εννέα γεωγραφικά της διαμερίσματα. Πληθυσμός: 1,1 εκατ. (2011)
Η Φωτό Μου

Καθημερινά... με τον Πάνο Αϊβαλή // Επικοινωνία στο email: kepeme@gmail.com

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

....................... "Η εξουσία χαρίζει τα αγαθά της μόνο σε όσους επιθυμούν να την υπηρετήσουν". Μιχ. Σπέγγος

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτός που αγωνίζεται μπορεί να χάσει, όμως αυτός που δεν αγωνίζεται ήδη έχει χάσει.

Bertolt Brecht, 1898-1956, Γερμανός συγγραφέας

"Χαίρε Ω Χαίρε Ελευθερία" Δ. Σολωμός

Κυριακή 27 Αυγούστου 2017

Το πριγκιπάτο του Μοριά (7): Οι Ατζαγιόλι

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ                        (μέρος Z') 
--------------------------------------------------------------------------------
Του καθηγητή Πέτρου Θέμελη

Το πριγκιπάτο του Μοριά (7): Οι Ατζαγιόλι

Εκεί στις αρχές του 14ου αιώνα, το πριγκιπάτο της Αχαΐας το διοικούσε ο Ιωάννης της Γραβίνας, διορίζοντας κάθε ένα ή δύο χρόνια ακατάλληλους βάιλους - με αποτέλεσμα να προκληθούν ταραχές και να ακολουθήσουν ανακατατάξεις στο Μοριά. Το 1324 όμως κατέβηκε ο ίδιος στο Μοριά, εδραίωσε την εξουσία του στην Κεφαλλονιά και τη Ζάκυνθο, και υποχρέωσε σε υποταγή τους βαρόνους της Αχαΐας. Η παραμονή του εντούτοις ήταν πολύ σύντομη και οπωσδήποτε ατελέσφορη. Το μόνο θετικό της παρουσίας του ήταν η εγκατάσταση τότε της εύπορης φλωρεντινής οικογένειας των Ατζαγιόλι (Acciaioli) στο Μοριά, η οποία έμελλε να πρωτοστατήσει στο ιστορικό προσκήνιο της εποχής και να κυβερνήσει τελικά το δουκάτο της Αθήνας. 
«Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ»
Το 1326 ο Ιωάννης της Γραβίνας βρισκόταν στη Φλωρεντία, ενώ στην Πελοπόννησο είχε αφήσει αντιπρόσωπό του τον Γουλιέλμο Φραντζιπάνι, αρχιεπίσκοπο της Πάτρας. Και μετά το 1333, έπαψε να έχει οποιοδήποτε ενδιαφέρον για το Μοριά και την Ελλάδα γενικότερα. 
Το 1331 ο νεαρός τότε, μόλις 21 ετών, Νικολό Ατζαγιόλι, γόνος της ισχυρής οικονομικά και πολιτικά οικογένειας τραπεζιτών από τη Φλωρεντία, που σχετιζόταν με τους Ναπολιτάνους Ανζού (Anjou) και τον βασιλιά Ροβέρτο της Νάπολης (1309-1343), κατάφερε να κερδίσει την εύνοια της επίτιμης αυτοκράτειρας Κατερίνας ντε Βαλουά (de Valois): της όμορφης 30χρονης χήρας του Φιλίππου του Τάραντα. 
Ο Νικολό ορίστηκε επίτροπος των γιων της, Ροβέρτου και Φιλίππου, ενώ χρηματοδότησε ο ίδιος την εκστρατεία της Κατερίνας για ανάκτηση του Μοριά το 1338-1341. Ο Ιωάννης της Γραβίνας είχε μεταβιβάσει στον Ροβέρτο το πριγκιπάτο της Αχαΐας, με αντάλλαγμα άλλες κτήσεις στην Ηπειρο, το βασίλειο της Αλβανίας, καθώς και το δουκάτο του Δυρράχιου μαζί με μετρητά. 
Ο Νικολό Ατζαγιόλι επισκέφτηκε τότε τον Μοριά. Η τράπεζά του είχε συμφέροντα στην Ελλάδα και ο ίδιος φρόντισε να αποκτήσει κτήματα που τα πολλαπλασίασε σταδιακά με δωρεές της αυτοκράτειρας, προσθέτοντας στη συνέχεια κι άλλα στην Ανδραβίδα, την Καλαμάτα, την Κεφαλλονιά και αλλού. Με δικά του έξοδα έχτισε ένα φρούριο για να υπερασπίζεται την εύφορη κοιλάδα της Καλαμάτας, "τον κήπο της Ελλάδας", όπως τον αποκαλούσαν, ο οποίος ήταν έρημος τότε και λεηλατημένος. 
Για τις καλές υπηρεσίες του τού δόθηκαν η βαρονία της Καλαμάτας, το φρούριο της Πιάδας κοντά στην Επίδαυρο και άλλα κτήματα. 
«ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ»
Στις 20 Ιανουαρίου 1343 πέθανε ο Ροβέρτος Α' της Νάπολης και τον διαδέχτηκε η εγγονή του Ιωάννα Α'. Το ίδιο έτος ο πάπας Κλήμης ΣΤ´ ίδρυσε την Ιερή Συμμαχία με τη συμμετοχή της Βενετίας, της Κύπρου και των Ιωαννιτών ιπποτών.
Ο Νικολό Ατζαγιόλι ενεργούσε ως μεγάλος Πελοποννήσιος γαιοκτήμονας και ταυτόχρονα αντιπρόσωπος του υποκαταστήματος της Τράπεζας με έδρα τη Γλαρέντζα. Ασκησε ο ίδιος για ένα διάστημα και καθήκοντα βάΙλου. 
Το 1341 γύρισε στην Ιταλία, όπου ο γνωστός Φλωρεντινός ουμανιστής Βοκάκιος σε ενθουσιαστικό γράμμα του τον αποκαλεί «δεύτερο Οδυσσέα» που γύρισε στην πατρίδα μετά από περιπλανήσεις, όπως ο ομηρικός ήρωας. 
Η ΑΠΕΙΛΗ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ
Μετά την αναχώρηση του Νικολό Ατζαγιόλι από την Πελοπόννησο, οι Τούρκοι άρχισαν να λεηλατούν τα παράλια του Μοριά. Απεσταλμένοι με επικεφαλής τον Επίσκοπο Κορώνης και τον γασμούλο Σιδερό ζήτησαν από τον Ιωάννη Καντακουζηνό να αναλάβει την ηγεμονία της Αχαΐας. Αυτός και μερίδα Φράγκων αναγνώρισαν τον βασιλιά Ιάκωβο Β΄ της Μαγιόρκας (1324-1349), εγγονό της Κυράς της Άκοβας, ως νόμιμο ηγεμόνα της Αχαΐας. Ο τελευταίος αρκέστηκε να ορίσει τον Eράρντ Γ΄ λε Νουάρ,  πρωτοστράτορα της Αχαΐας, πριν χάσει τη ζωή του σε μάχη με τους Αραγονέζους το 1349.  
Ο Νικολό Ατζαγιόλι, ζώντας στην Ιταλία, δεν σταμάτησε να ενδιαφέρεται για τις μεγάλες εκτάσεις του στην ηγεμονία της Αχαΐας, όπως το Κάστρο του Βουλκάνου στην Ιθώμη, όπου βρίσκεται το ομώνυμο παλαιό μοναστήρι στη θέση του ιερού του Δία Ιθωμάτα (Εικ.1). Το 1358 πήρε από τον βασιλιά Ροβέρτο του Τάραντα (1346-1364), νέο ηγεμόνα της Αχαΐας, την πόλη και το κάστρο της Κορίνθου μαζί με άλλα 8 μικρά κάστρα.
Ο Νικολό είχε επίσης αναδειχθεί στρατοπεδάρχης της Σικελίας και κόμης της Μάλτας. Αδυνατώντας ο ίδιος να βρίσκεται στην Ελλάδα, είχε διορίσει το 1365 τον εξάδελφό του Δονάτο αντιπρόσωπό στις κτήσεις του στην Αχαΐα, με την εντολή να εξασφαλίζει την ευημερία των υπηκόων του. Πέτυχε μάλιστα από τον Ροβέρτο την παραγραφή των χρεών για όλους τους υπηκόους του στο Μοριά. Ελληνες παρευρίσκονταν σε όλες σχεδόν τις βασιλικές ακροάσεις που λάμβαναν χώρα στα ιταλικά μέγαρά του.
ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΟΚΑΚΙΟ
Ο Βοκάκιος ονομάζει περιφρονητικά Γραικύλους τους Ελληνες του Μοριά - γεγονός που αποδεικνύει ότι ο πρώιμος Φλωρεντινός Ουμανισμός, που εκπροσωπείται από τον ίδιο καθώς και από τον Πετράρχη, ήταν προσανατολισμένος στη γνώση της αρχαιότητας και στη συλλογή αρχαίων κειμηλίων, χωρίς να αναγνωρίζει στους ελληνόφωνους κατοίκους κάποια σχέση με το κλασικό παρελθόν του τόπου τους. 
Οι Δυτικοί Ευρωπαίοι θεωρούσαν δυστυχώς τότε πιο αποκρουστικούς τους Ελληνες σχισματικούς από τους ίδιους τους Τούρκους. Ο Πετράρχης μάλιστα έγραφε χαρακτηριστικά ότι «οι Τούρκοι είναι εχθροί. Οι Ελληνες είναι σχισματικοί και χειρότεροι από τους εχθρούς»!
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΕΣ
Ο Νικολό Ατζαγιόλι πέθανε το 1365 και ενταφιάστηκε στην Certoza κοντά στη Φλωρεντία, όπου είχε κατασκευάσει το μαυσωλείο του με πλούσια λάφυρα από την Ελλάδα. Στη διαθήκη του, καταγράφεται το μεγαλύτερο μέρος του Μοριά ως ιδιοκτησία του. 
Το 1364 είχε πεθάνει και ο αυτοκράτορας Ροβέρτος του Τάραντα, γιος της Αικατερίνης ντε Βαλουά, χωρίς παιδιά, με αποτέλεσμα να δεινοπαθήσει και πάλι ο Μοριάς με τις διαμάχες για τη διαδοχή στη διακυβέρνηση του πριγκιπάτου. 
Η χήρα του Ροβέρτου Μαρία των Βουρβόνων (Marie de Bourbon), η οποία μεταξύ άλλων είχε στην ιδιοκτησία της και το Κάστρο των Βιλλεαρδουίνων στην Καλαμάτα, επιχείρησε για χάρη του γιου της από προηγούμενο γάμο, να καταλάβει βίαια με στρατό την ηγεμονία το 1366, αλλά απωθήθηκε. Μετά από διαπραγματεύσεις, βάιλος της Αχαΐας ορίστηκε ο ικανότατος στα στρατιωτικά Βενετσιάνος Κάρλο Ζένο, ιερέας της Πάτρας. Η Μαρία των Βουρβόνων κράτησε την Καλαμάτα και παραχώρησε, το 1370, τις βαρονίες της Βοστίτζας και του Nivelet (Γερακίου) στον αδελφό του Ροβέρτου τον Φίλιππο Β´, επίτιμο Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος πέθανε το 1373 χωρίς να έχει πατήσει ποτέ το πόδι του στις ελληνικές κτήσεις του. Αφησε τον τίτλο του Λατίνου αυτοκράτορα στον ανεψιό του Ιάκωβο ντε Μπω (de Baux) και το πριγκιπάτο της Αχαΐας στην Ιωάννα Α΄ βασίλισσα της Νάπολης.
Ο Nicolo Ατζαγιόλι είχε μοιράσει με διαθήκη την περιουσία που όριζε στην Ελλάδα, στον μεγαλύτερο γιο του Αγγελο και στον θετό του γιο Ραϊνέριο ή Νέριο. Στον τελευταίο άφησε το κάστρο του Βουλκάνου στην Ιθώμη και όλα τα υποστατικά, τα δικαιώματα και τους υποτελείς του στη βαρονία της Καλαμάτας. 
ΦΛΩΡΕΝΤΙΝΟΙ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΦΡΑΓΚΩΝ ΚΑΙ ΝΑΠΟΛΙΤΑΝΩΝ
Ο Αγγελος ήταν πολύ απασχολημένος με τις κτήσεις και τα συμφέροντά του στην Ιταλία και όρισε επίτροπο φρούραρχο της Κορίνθου στη θέση του τον Νέριο Ατζαγιόλι. Ο ικανότατος αυτός νέος, μεταξύ άλλων, αγόρασε από τη Μαρία των Βουρβόνων τις βαρονίες Βοστίτζας και Νιβελέ (Γερακίου), καθώς και όλες τις κτήσεις του Αγγέλου στην Πελοπόννησο. Πολλοί Φλωρεντινοί αποίκησαν τότε την Πελοπόννησο, αναπληρώνοντας τα κενά που είχαν αφήσει φεύγοντας οι Φράγκοι έποικοι και οι Ναπολιτάνοι τυχοδιώκτες. 
Οι βαρόνοι της Αχαΐας αποτελούσαν τότε μείγμα από διάφορες εθνότητες (Φλωρεντινούς, Γενοβέζους, Μαρκεζάνους, Ελληνες). Οι παλιές οικογένειες των κατακτητών είχαν σβήσει. Μόνο ο Εράρντ λε Νουάρ ήταν Γάλλος. Ορισμένοι Ελληνες γαιοκτήμονες και άλλοι είχαν ασπασθεί τον καθολικισμό. Μια επιτύμβια επιγραφή που βρέθηκε στην Καλαμάτα και χρονολογείται στα 1354 ανήκε σε Ελληνα που είχε γίνει καθολικός. 
Βάιλος της Αχαίας ήταν αυτό τον καιρό ο κόμης του Κονβερσάνο. Η Μεθώνη και η Κορώνη εξακολουθούσαν να βρίσκονται πάντα στα χέρια της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας. 
ΤΟ ΠΡΙΓΚΙΠΑΤΟ... ΥΠΟΘΗΚΗ ΣΤΟΥΣ ΙΩΑΝΝΙΤΕΣ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ
Οι βαρόνοι του Μοριά πρόσφεραν το 1374 στην Ιωάννα Α´ βασίλισσα της Νάπολης, όπως σημειώσαμε παραπάνω, το ηγεμονικό αξίωμα της Αχαΐας με τον όρο να τους αφήσει ήσυχους. Ο βάιλος όμως που έστειλε η Ιωάννα να διοικήσει στο όνομα της δημιούργησε προβλήματα στην Πελοπόννησο, με αποτέλεσμα η κτήση να της γίνει ενοχλητική. Ετσι, το 1376 παραχώρησε στον τέταρτο σύζυγό της, τον Οθωνα της Βρουνσβίκης (Brunswick) το πριγκιπάτο του Μοριά, ενώ το 1377 το υποθήκευσε στους Ιππότες του Αγίου Ιωάννη της Ρόδου για 5 χρόνια, αντί του ποσού των 4.000 δουκάτων. 
Ο Ντομινίκ Ντ' Αλεμάνι Dominique d’Allemagne ανέλαβε την επιτροπεία του πριγκιπάτου για λογαριασμό των Ιωαννιτών ιπποτών μέχρι το 1381, αφού δέχτηκε τους όρους υποτέλειας από τους βαρόνους. Μεγάλος Μαγίστρος των Ιπποτών ήταν τότε ο παράτολμος Ισπανός Χουάν Φερνάντες δε Ερέδια (Juan Fernandez de Heredia), ο οποίος είχε διαδεχθεί το 1377 τον Ρομπέρ Ντε Ζουιγύ (Robert de Juilly). 
Τα τορνέζια της μνήμης
Στα χρόνια της βασιλείας του Ροβέρτου σταμάτησε να λειτουργεί το νομισματοκοπείο της Γλαρέντζας. Η μνήμη πάντως της μακροχρόνιας χρήσης του γαλλικού τορνέζιου στην Ελλάδα παρέμεινε για αιώνες ζωντανή. 
Μια ζακυνθινή παροιμία που διέσωσε ο Παύλος Λάμπρος έχει ως εξής: Των κουμέσσων τα τορνέζια, της μαμμής, του μυλωνά, και των σταροπουλητάδων είν᾽ αράχνη και κλωνά.
Ο Αναστἀσιος Τζαμαλής (ο γνωστός νομισματολόγος) άκουσε το 1981 στη Χίο να λένε τα εξής στο κόψιμο της πρωτοχρονιάτικης βασιλόπιτας: Το τουρνέσι, το τουρνέσι, για να δούμε πού θα πέσει.
_________________

Το πριγκιπάτο του Μοριά (vi)

 ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ                  (μέρος 6ο) 

--------------------------------------------------------------------------------

Του καθηγητή Πέτρου Θέμελη   

        pthemeles@gmail.com

Το πριγκιπάτο του Μοριά (μέρος 6ο)
Το 1299 η Ματίλντα ντ’ Αινώ γνωστή και ως Μαχώ (Mahaut) παντρεύτηκε τον νεαρό εξάδελφό της, τον “καλύτερο γαμπρό σ’ όλη τη Ρωμανία”, τον Γκυ Β' ντε λα Ρος, δούκα της Αθήνας, παίρνοντας ως προίκα το Κάστρο της Καλαμάτας. Το 1301 ξαναπαντρεύτηκε στη Ρώμη και η χήρα Ισαβέλλα, που διατηρούσε ακόμη σε ώριμη ηλικία τα θέλγητρά της, τον νεαρό εικοσάχρονο Φίλιππο της Σαβοΐας (de Savoy). Ο Φίλιππος με το γάμο του πήρε την ηγεμονία της Αχαΐας, ως δώρο από τον βασιλιά Κάρολο Β' της Νάπολης. 
Οταν ο Φίλιππος της Σαβοΐας, σύζυγος της Iσαβέλλας, ήταν ηγεμόνας της Αχαΐας, καγκελάριος (λογοθέτης) της Καλαμάτας ήταν ο Βενιαμίν, άνθρωπος πλούσιος με πολλά κτήματα στον εύφορο μεσσηνιακό κάμπο. Πρωτοβεστιάριος είχε διοριστεί ένας Ελληνας, ονομαζόμενος Βασιλόπουλος. Ο Βίνσεντ ντε Μάραιη, ένας πολυμήχανος ηλικιωμένος ιππότης από την Πικαρδία, προστατευόμενος του Κόμητα Ρικάρντο της Κεφαλλονιάς, έτρεφε μεγάλο μίσος ενάντια στον Βενιαμίν, τον κατηγόρησε μάλιστα για κατάχρηση δημόσιων εσόδων και πέτυχε τη φυλάκισή του. Ωστόσο, ο πρωτοστράτορας (Grand Marchal) της Αχαΐας Νικόλα Γ' ντε Σαιντομέρ, προστάτης του Βενιαμίν, μεσολάβησε στον ηγεμόνα Φίλιππο της Σαβοΐας και τον απελευθέρωσε. Ο Βενιαμίν όμως υποχρεώθηκε να καταβάλει 20.000 υπέρπυρα (βυζαντινά χρυσά νομίσματα) της Γλαρέντζας στον φιλοχρήματο ηγεμόνα Φίλιππο της Σαβοΐας, κερδίζοντας έτσι την εύνοιά του.
Ο Γκυ Β' ντε λα Ρος πέθανε στις 5 Οκτωβρίου του 1308 χωρίς απογόνους και ενταφιάστηκε στο μαυσωλείο των προγόνων του, στο φημισμένο μοναστήρι των Κιστέρκιων του Δαφνίου της Αττικής, κοντά στην Ιερά Οδό, όπου σώζεται πιθανότατα ακόμα η σαρκοφάγος του. Διάδοχός του στο δουκάτο της Αθήνας ορίστηκε ο φιλόδοξος εξάδελφός του Gautier I de Brienne (1308-1311), κόμης του Λέτσε ο οποίος το 1310 με τη συμμετοχή της Καταλανικής Εταιρείας κατέλαβε 30 πόλεις της Θεσσαλίας. Η Καταλανική Εταιρεία ήταν μια ομάδα επαγγελματιών μισθοφόρων (ένας ιδιωτικός στρατός) που είχαν αρχικά πληρωθεί για να πολεμήσουν στο πλευρό των Αραγωνέζων ενάντια στους Ανδεγαυούς στη Σικελία το 1302. Το 1304 τους προσέλαβε ο βυζαντινός αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης Ανδρόνικος να πολεμήσουν τους Τούρκους του Οσμάν που είχαν νικήσει το στρατό του στη Βιθυνία και συνέχιζαν να λεηλατούν τη Μικρά Ασία. Οι Καταλανοί ωστόσο τρομοκράτησαν τόσο τους Ελληνες όσο και τους Τούρκους, κατέλαβαν την Καλλίπολη, έσφαξαν και υποδούλωσαν τους κατοίκους και την ανακήρυξαν ισπανικό έδαφος. Επί δυο χρόνια λεηλατούσαν άγρια την ύπαιθρο. Προχωρώντας δυτικά λεηλάτησαν το Αγιον Ορος, επιτέθηκαν στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1311 νίκησαν τον δούκα Αθηνών και Θήβας και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Αυτές είναι οι συνέπειες της απερισκεψίας, της ανευθυνότητας, της αρχομανίας και του εγωκεντρισμού των ηγεμόνων και των πολιτικών γενικώς.
Η χήρα του Γκυ Β', η δούκισσα Ματίλντα σε ηλικία μόλις 15 χρονών τέθηκε υπό την προστασία του εξαδέλφου της Κόμητα Γουλιέλμου ντ’ Αινώ. Αρραβωνιάστηκε αμέσως τον μεγαλύτερο γιο του Φιλίππου του Τάραντα, τον Κάρολο, χωρίς όμως η σχέση τους να οδηγηθεί σε γάμο. Ο Φίλιππος του Τάραντα, που είχε άλλα πολιτικά σχέδια στο νου του, όρισε ότι η Ματίλντα θα παντρευόταν τον Λουδοβίκο, νεότερο αδελφό του Δούκα της Βουργουνδίας. Tης παραχώρησε μάλιστα όλα τα δικαιώματα που είχε στην κτήση της Αχαΐας υπό τον όρο να τα μεταβιβάσει στον άνδρα της πριν από το γάμο. Ο γάμος έγινε το 1313 και ο Λουδοβίκος της Βουργουνδίας χρίστηκε νέος ηγεμόνας της Αχαΐας και επίτιμος βασιλιάς της Θεσσαλονίκης. Η άτυχη Ματίλντα, που ως εγγονή του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου ήταν δικαιωματικά κληρονόμος του πριγκιπάτου της Αχαΐας, έγινε τώρα απλά ισόβιος Κυρά του, χωρίς όμως εξουσία. Το 1311 είχε πεθάνει και η μητέρα της η Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνου, η μεγαλύτερη κόρη του Γουλιέλμου.
Η παρατεινόμενη απουσία του Λουδοβίκου της Βουργουνδίας από την Αχαΐα, όπου είχε ορίσει ως βάιλό του τον Νικόλα Μαύρο (Le Noir) βαρόνο ντε Σαιν Σωβέρ, δημιούργησε δυσαρέσκειες και προβλήματα στην Πελοπόννησο. Προκάλεσε ειδικά την αντίδραση της Μαργαρίτας, δεύτερης κόρης του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου, χήρας του Ρικάρντο της Κεφαλλονιάς και Κυράς της Ακοβας, η οποία απαίτησε μέρος της ηγεμονίας, προβάλλοντας κληρονομικό δικαίωμα, χωρίς όμως επιτυχία. Η Μαργαρίτα τότε, σε μια κίνηση πολιτικού υπολογισμού, κατάφερε να παντρέψει την πανέμορφη δεκατετράχρονη κόρη της Ισαβέλλα (από προηγούμενο γάμο της με τον Isnard de Sabran) με τον Καταλάνο Ινφάντη Φερδινάνδο (Ferrando) της Μαγιόρκας, δίνοντάς της προίκα τη βαρονία της Ακοβας καθώς και τις αξιώσεις της. Ο γάμος έγινε το 1314 με μεγαλοπρέπεια στη Μεσσήνη της Σικελίας. Οι ευγενείς του Μοριά αντέδρασαν πάραυτα και με επικεφαλής τον Νικόλα Μαύρο έκλεισαν την ατίθαση Μαργαρίτα της Ακοβας στο Χλουμούτζι όπου και την βρήκε ο θάνατος το 1315. 
Η περιπετειώδης ζωή της Κυράς της Ακοβας έγινε θρύλος και πέρασε στη λαϊκή παράδοση. Η ίδια ταυτίστηκε με Αμαζόνα «μονοβύζα», ξακουστή για την ανδρεία της, ενώ το κάστρο της ονομάστηκε Κάστρο της Μονοβύζας. Μόλις δυο μήνες αργότερα πέθανε και η νεαρή καλλονή κόρη της Ισαβέλλα, αφήνοντας ένα γιο στον Φερδινάνδο της Μαγιόρκας, τον μελλοντικό Ιάκωβο Β' βασιλιά της Μαγιόρκας, ο οποίος κληρονόμησε και τα δικαιώματα της μητέρας του στην ηγεμονία της Αχαΐας. 
Ο Φερδινάνδος κατέλαβε το 1315 τη Γλαρέντζα και το Ποντικόκαστρο του  Κατακώλου και αναγνωρίστηκε ως «αυθέντης του Μοριά» για σύντομο όμως χρονικό διάστημα. Ο Λουδοβίκος της Βουργουνδίας και η γυναίκα του Ματίλντα (Μαχώ) έφτασαν στο λιμάνι του Ναβαρίνου διεκδικώντας την κατοχή της ηγεμονίας και εξασφαλίζοντας την υποστήριξη του Νικόλα Μαύρου και των Φράγκων. Στις 22 Φεβρουαρίου του 1316 ο Λουδοβίκος ηττάται σε μάχη στο Πικοτίν από τον Γερνάντο και τους Καταλανούς. Οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν και πάλι στις 5 Ιουλίου του ίδιου έτους στη Μανωλάδα, στην πεδιάδα της Ηλείας, όπου οι Καταλανοί ηττήθηκαν αυτή τη φορά και ο Φερδινάνδος αποκεφαλίστηκε. Το ακέφαλο σώμα του μεταφέρθηκε και θάφτηκε στο Περπινιάν. Ενα μήνα μετά τη μάχη της Μανωλάδας ο Λουδοβίκος της Βουργουνδίας πέθανε, δηλητηριασμένος πιθανώς από τον αδίστακτο και αρχομανή Κόμητα Ιωάννη της Κεφαλλονιάς. Και ο τελευταίος όμως πέθανε λίγους μήνες αργότερα.
Η Ματίλντα έμεινε για δεύτερη φορά χήρα σε ηλικία 23 μόλις ετών, μόνη κληρονόμος της Αχαΐας. Ο βασιλιάς Ροβέρτος της Νάπολης, ωστόσο, την ανάγκασε να πάει στη Νάπολη το 1318 και να παντρευτεί, παρά τη θέλησή της τον αδελφό του Ιωάννη κόμητα της Γραβίνας, στην Απουλία. Η Ματίλντα συνέχισε να αρνείται να αναγνωρίσει ως σύζυγό της τον Ιωάννη της Γραβίνας, ώσπου σύρθηκε μπροστά στον Πάπα Ιωάννη 22ο (1316-1334) στην Αβινιόν, όπου διατάχθηκε να υπακούσει. Δήλωσε ευθαρσώς ότι είχε παντρευτεί κρυφά τον Βουργούνδιο ιππότη Ούγγο ντε λα Παλίς (Hughes de la Palisse) ο οποίος φαίνεται ότι είχε εγκατασταθεί στην Κεφαλλονιά, όπου όριζε και εδάφη στην περιοχή της Πάλης. Η ομολογία της έδωσε την ευκαιρία στον Ροβέρτο της Νάπολης να της αφαιρέσει την κληρονομιά και να την κρατήσει αιχμάλωτη, ως συνένοχο δήθεν συνωμοσίας με τον ντε λα Παλίς, στο νησιωτικό Κάστρο του Αυγού (Castel dell’ Uovo) της Νάπολης. Εκεί πέθανε λησμονημένη το 1331 και ενταφιάστηκε ως κοινή θνητή στην οικογενειακή κρύπτη του βασιλικού δεσμοφύλακά της στη μητρόπολη της Αβέρσας.
Ετσι άδοξα έκλεισε η σταδιοδρομία της οικογένειας των Βιλλεαρδουίνων του Μοριά με το θάνατο της άτυχης Ματίλντα ντ’ Αινώ, απογόνου τρίτης γενιάς. Πεθαίνοντας πρόλαβε να δηλώσει ενώπιον μαρτύρων ότι κληροδοτεί τα υπάρχοντά της στον εξάδελφό της Ιάκωβο Β', βασιλιά της Μαγιόρκας, γιο της θείας της Μαργαρίτας της περιβόητης Κυράς της Ακοβας, αδελφής της Ισαβέλλας Βιλλεαρδουίνου. 
________________

Το πριγκιπάτο του Μοριά (V): Οι νέοι ηγεμόνες

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ                  (μέρος E') 
--------------------------------------------------------------------------------
Του καθηγητή Πέτρου Θέμελη



Ο νέος ηγεμόνας Κάρολος Α΄ Ντ’ Ανζού (Charles I d’ Anjou), βασιλιάς της Νάπολης και της Σικελίας, άρχισε να κόβει δικά του νομίσματα στη Γλαρέντζα και έστειλε ως πρώτο βάιλο και γενικό επίτροπό του στην Αχαΐα τον Γκαλεράν ντ’ Ιβρύ (Galeran d’ Ivray), στρατοπεδάρχη της Σικελίας, ενημερώνοντας σχετικά όλους τους ευγενείς τιμαριούχους και βαρόνους των κτήσεών του.
Εδωσε εντολή στους φρούραρχους της Κορίνθου, του Χλουμουτζίου, του Κατακόλου (Bauvoir) και της Καλαμάτας, να παραδώσουν τα κάστρα στον Γκαλεράν, και ζήτησε από τους βαρόνους να δηλώσουν υποταγή σ’ αυτόν. Εκείνοι αρνήθηκαν να του δηλώσουν υποταγή, απλώς ορκίστηκαν πίστη, ενώ ο Γκαλεράν από την πλευρά του ορκίστηκε ότι θα σεβαστεί τα «συνήθεια» τους, δηλαδή τα ιπποτικά τους έθιμα. Καταπάτησε εντούτοις γρήγορα τον όρκο του και άρχισε να κυβερνά αντισυνταγματικά και αυταρχικά, δημιουργώντας έντονες δυσαρέσκειες και έχθρες ανάμεσα στους βαρόνους - οι οποίοι το 1280 έστειλαν αντιπροσώπους τους στον βασιλιά της Νάπολης Κάρολο Α´, ζητώντας πιεστικά την αντικατάσταση του Γκαλεράν.
Ο Κάρολος αναγκάστηκε να τον ανακαλέσει και να διορίσει στη θέση του το 1282 ως βάιλο τον Φίλιππο ντε Λαγκουέσσα, πρωτοστράτορα της Σικελίας. Την ίδια χρονιά ξέσπασε επανάσταση των Σικελών στο Παλέρμο ενάντια στην τυραννική διακυβέρνηση των Ανζού και εξαπλώθηκε τάχιστα σε ολόκληρη τη Σικελία, με την υποκίνηση και του Μιχαήλ Η´ του Παλαιολόγου που ήθελε να εμποδίσει τις ετοιμασίες των Ανζού για εκστρατεία στο Βυζάντιο. Οι επαναστάτες των περίφημων «Σικελικών Εσπερινών» κατέσφαξαν τότε 8.000 Γάλλους.
 
ΑΠΑΝΩΤΕΣ ΑΠΟΤΥΧΙΕΣ, ΣΥΝΤΟΜΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ
Και ο νέος απεσταλμένος του Καρόλου Α´ στο Μοριά, ο ντε Λαγκουέσσα, απέτυχε στην αποστολή του - με αποτέλεσμα να συμφωνηθεί μεταξύ βαρόνων και βασιλιά Καρόλου, ο βάιλος και γενικός επίτροπος να εκλέγεται τελικά μεταξύ των βαρόνων της Αχαΐας. Πρώτος βάιλος εκλέχτηκε ο βαρόνος της Χαλανδρίτσας Γκυ ντε λα Τρεμούιγ (Guy  de la Trémouille). Μετά τρία χρόνια διοίκησης, 1283-1285, είχε και ο βάιλος ντε λα Τρεμούιγ αποτύχει στην αποστολή του. Ο διάδοχος του αποθανόντος το 1285 βασιλιά της Nάπολης Καρόλου A΄, κόμης Ρομπέρ ντ’ Αρτουά διόρισε βάιλο στη θέση του Tρεμούιγ τον ισχυρό και πλούσιο δούκα της Αθήνας Γουλιέλμο ντε λα Ρος (de la Roche), γιο του Γκυ Α´ και αδελφό του Ιωάννη, αποδεκτό από όλους τους βαρόνους της Αχαΐας. 
Ομως, μετά δύο μόλις χρόνια συνετής διακυβέρνησης, το 1287, ο Γουλιέλμος ντε λα Ρος αρρώστησε και πέθανε. Tον διαδέχτηκε ο ανήλικος γιος του Γκυ Β΄ με επίτροπο την Ελληνίδα μητέρα του Ελένη Αγγέλα Κομνηνή, κόρη του δούκα της Νέας Πάτρας. Τη διοίκηση του Μοριά την ανέλαβε τότε ο άρχοντας της Θήβας Νικόλας Β΄ ντε Σαιντομέρ, παντρεμένος σε δεύτερο γάμο με την Αννα Κομνηνή, χήρα του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουΐνου, που είχε πάρει προίκα τα κάστρα στο Χλουμούτζι και την Καλαμάτα, όπως έχουμε προαναφέρει. 
Η ΑΝΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΝΑΒΑΡΙΝΟΥ
Ο Νικόλας ντε Σαιντομέρ διέκρινε αμέσως τη στρατηγική σημασία του όρμου της Σφακτηρίας και των γύρω θέσεων, και έκτισε ένα ισχυρό κάστρο στη βραχώδη οχυρή θέση της αρχαίας Πύλου, που ονομαζόταν τότε Αβαρίνος (φωτό). Tο κάστρο αυτό, ανάμεσα στο Διβάρι και την Bοϊδοκοιλιά, είναι γνωστό ως Παλαιοναβαρίνο.
Την ίδια χρονιά, το κάστρο Αράκλοβο κυριεύτηκε με δόλο από έναν ομώνυμο εξάδελφο του Γοδεφρείδου ντε Μπρυγιέρ, οπότε ο βάιλος ντε Σαιντομέρ αναγκάστηκε να του δώσει τιμάρια, καθώς και το χέρι της πλούσιας Μαργαρίτας ντε Νεϊγύ (de Neuilly), χήρας του Guibert de Cors. 
Ο νέος βασιλιάς Nάπολης και Σικελίας Κάρολος Β΄ (1285-1309) που διαδέχτηκε τον ντ’ Aρτουά, παραχώρησε το Αράκλοβο στην Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνου, τη μεγαλύτερη κόρη του Γουλιέλμου, η οποία βρισκόταν ακόμα έγκλειστη στο Κάστρο του Αυγού. Το 1289 διόρισε νέο βάιλο του Μοριά τον Γκυ ντε Σαρπινύ, αυθέντη της Βοστίτζας και εξέχουσα προσωπικότητα της Ναπολιτάνικης Αυλής. 
Οι βαρόνοι του Μοριά, αγανακτισμένοι από το αποτυχημένο αυτό σύστημα διοίκησης με αντιπροσώπους, αναζητούσαν διέξοδο. Δύο από αυτούς, ο Ιωάννης ντε Σωντερόν (Chauderon), μεγάλος κοντόσταβλος της ηγεμονίας και ο Γοδεφρείδος ντε Τουρναί, πρώην βαρόνος των Καλαβρύτων, που είχαν πολεμήσει στο πλευρό του Καρόλου Ι στο Ταλιακότσο, πήγαν στη Νάπολη. Ζήτησαν από τον βασιλιά Κάρολο Β´ να παντρέψει τη χήρα Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνου με κάποιον μεγάλο ευγενή, όπως ο Φλωρέντιος ντ᾽ Αινώ (Florent d’ Hainault) από τη Φλάνδρα, ένας σαραντάρης στρατιωτικός που είχε λάβει μέρος στους πολέμους της Σικελίας, αδελφός του κόμητα ντ᾽ Αινώ. Χαρακτηριστικοί είναι οι σχετικοί στίχοι του Χρονικού του Μορέως: 
Εσύ αποστέλνεις στον Μορέαν μπάιλον και ρογατόρους
και τυραννίζουν τους φτωχούς, τους πλούσιους αδικούσιν
το διάφορόν τους πολεμούν κι ο τόπος απορείται.
Εάν ου μη βάλεις άνθρωπον να ένι κληρονόμος,
να στήκεται καθολικώς, να κυβερνή τους πάντας,
να έχει έννοιαν και σκοπόν τον τόπον να προκόβη,
έχε το εις πληροφορίαν, χάνεις το πριγκιπάτο.
(στ. 8556-62)

ΕΠΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ
Ο βασιλιάς αποδέχτηκε το γάμο, με τον όρο, αν η εικοσάχρονη τότε Ισαβέλλα ζήσει περισσότερο από τον Φλωρέντιο, η απόγονός της να μην μπορεί να παντρευτεί χωρίς τη συγκατάθεση του βασιλιά. Της δόθηκε αμέσως η κυριότητα της Καρύταινας και του Αράκλοβου και ο τίτλος της πριγκιπέσσας του Μοριά. 
Ο γάμος τελέστηκε με μεγαλοπρέπεια από τον αρχιεπίσκοπο της Νεάπολης το Σεπτέμβριο του 1289. Το ζευγάρι έφτασε στη Γλαρέντζα, όπου ο νέος ηγεμόνας ορκίστηκε να διατηρήσει τα έθιμα της χώρας και τα προνόμια των υποτελών του, δέχτηκε την υποταγή (ομάτζιο) των κληρικών, των βαρόνων, των ιπποτών, καθώς και των βουργήσιων (δηλαδή των αστών κατοίκων στο βούργο= κάστρο), και έγινε κύριος της ηγεμονίας που του παρέδωσε ο βάιλος. Ο τίτλος του ηγεμόνα της Αχαΐας εμφανίζεται από τότε στα έγγραφα της Ισαβέλλας και του Φλωρέντιου και όχι πια του βασιλιά της Νάπολης, ενώ στη Γλαρέντζα άρχισαν να κόβονται και πάλι τα νομίσματα της ηγεμονίας. Την ίδια χρονιά υπέγραψε συνθήκη ανακωχής με τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ανδρόνικο Β´ (1282-1328) και ενίσχυσε το κάστρο της Καλαμάτας. Για επτά ολόκληρα χρόνια, ειρήνη και ευημερία επικράτησαν στο Μοριά με τη συνετή διακυβέρνηση του Φλωρέντιου και της Ισαβέλλας.

ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΥ ΙΠΠΟΤΙΣΜΟΥ
Το 1292/93, κατά την απουσία στη Νάπολη του Φλωρέντιου ντ᾽ Αινώ, συζύγου της Iσαβέλλας Bιλλεαρδουίνου, ένα πειρατικό στίφος υπό τον Ρογήρο ντε Λούρια (Roger de Luria), ναύαρχο του βασιλιά Ιακώβου της Αραγωνίας (1285-1295), έκανε την εμφάνισή του στα ελληνικά νερά. Καθώς υδρευόταν και ξεκουραζόταν στο Nαυαρίνο της Πύλου, του επιτέθηκε ένα σώμα Ελλήνων και Φράγκων ιπποτών με αρχηγούς τον καπετάνο της Καλαμάτας Τζιόρτζιο Γκίζι (γιο του αυθέντη της Τήνου-Μυκόνου Μπαρθολομαίου Γκίζι) και τον Ιωάννη ντε Τουρναί “του ωραιότερου και ανδρειότερου ιππότη σε ολόκληρο το Μοριά”, σύμφωνα με την περιγραφή του γαλλικού Χρονικού. 
Ακολούθησε σκληρή μάχη σώμα με σώμα. Ο Λούρια και ο Ιωάννης ντε Τουρναί ρίχτηκαν με τόση σφοδρότητα ο ένας πάνω στον άλλο, ώστε τα ακόντιά τους κομματιάστηκαν και ο νεαρός Γάλλος ιππότης έπεσε πάνω στο σώμα του αντιπάλου του. Οι άνθρωποι του Pογήρου ντε Λούρια θα σκότωναν τον ντε Τουρναί, αν ο ίδιος αρχηγός τους δεν τους ζητούσε να σεβαστούν έναν γενναίο πολεμιστή, γιο παλιού του γνώριμου που πολύ θα ήθελε να τον κάνει γαμπρό του.  
Ο Λούρια έβαλε αμέσως πλώρη με τους αιχμαλώτους του για την Γλαρέντζα, όπου διέμενε η Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνου, η ηγεμόνισσα της Αχαΐας, προκειμένου να ζητήσει λύτρα για την απελευθέρωση του νεαρού ιππότη ντε Τουρναί και του καπετάνου της Καλαμάτας Τζόρτζιο Γκίζι, ο οποίος διαδέχτηκε τον πατέρα του ως αυθέντης Τήνου-Mυκόνου (1303-1311). 
Στη σκιά κάποιου πύργου, στη θέση «Καλό  Ποτάμι», η Ισαβέλλα συναντήθηκε με τον Ρογήρο ντε Λούρια, όπου κλείστηκε μεταξύ τους συμφωνία. Φημολογείται ότι κάποιο ιδιαίτερη σχέση, ένα κρυφό ερωτικό ειδύλλιο πλέχτηκε μεταξύ τους. Οι ταλαίπωροι πάντως κάτοικοι της Γλαρέντζας υποχρεώθηκαν τελικά να πληρώσουν τα λύτρα των αιχμαλώτων: 3.584 σκούδα για λογαριασμό του εύπορου Γκίζι και τα μισά για τον ντε Τουρναί. 
Ο Αραγονέζος ναύαρχος Λούρια επαίνεσε δημοσία τον γενναίο ιππότη που τον είχε ρίξει κάτω από τ’ άλογο, του χάρισε δε ένα περήφανο άτι και μια πανοπλία σε ανάμνηση της μοιραίας συνάντησής τους. Tαυτόχρονα ελευθέρωσε για χάρη του όλους τους άλλους Ελληνες και Φράγκους αιχμαλώτους που είχε πάρει μαζί του από την Καλαμάτα. 
Πρόκειται για μια ιστορία γεμάτη ρομαντισμό και ιπποσύνη, που προσφέρεται ομολογουμένως για σενάριο μυθιστορήματος ή κινηματογραφικής ταινίας.
Λίγο μετά την εκστρατεία του Λούρια και την επιστροφή του Φλωρέντιου από τη Νάπολη, οι Σλάβοι Μηλιγγοί της Γιάννιτσας, ανάμεσα στους οποίους αναφέρονται οι Λιανόρτης, Φανάρης και Γεώργιος Λαβούλκος (La Vulge) κατέλαβαν αιφνιδιαστικά, σε περίοδο ειρήνης το προγονικό κάστρο των Βιλλεαρδουΐνων στην Καλαμάτα και το παρέδωσαν στους Bυζαντινούς. Το κάστρο δόθηκε πίσω στους Φράγκους μόνο με παρέμβαση του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ανδρονίκου Β΄ και του πρωτοστράτορα της Βυζαντινής Επαρχίας του Μυστρά, που ονομαζόταν Σγουρομάλλης. Ο τελευταίος ήταν γασμούλος από τη Μεσσηνία, γόνος της οικογένειας των Σγουρών και της γαλλικής οικογένειας των Mailly (Σγουρο-maillys). Ο Σγουρομάλλης θεωρήθηκε ωστόσο προδότης από τους Ελληνες, επειδή ευνόησε τους Φράγκους, και αναγκάστηκε να καταφύγει στην Τσακωνιά όπου πέθανε εξόριστος, επικηρυγμένος και μόνος σε μια αχυρένια καλύβα. 
Το οικογενειακό όνομα Σγουρομάλλης σώζεται ακόμη σήμερα στην Πελοπόννησο. 
Σύμφωνα με τον βυζαντινολόγο Aδαμάντιο Aδαμαντίου (ΔIEEE 6, 1906), η οικογένεια του μεγάλου Μεσσήνιου λαογράφου Nικόλαου Πολίτη έλκει την καταγωγή της από την οικογένεια των Λαβούλκων (αλλιώς Eλιβούρκων) της Γιάννιτσας.

ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ
Το ελληνικό και το ιταλικό Χρονικό του Μορέως τελειώνουν με τα γεγονότα του 1292.
Το γαλλικό “Livre de la Conqueste” (συντάχθηκε μεταξύ 1333 και 1341), που αποτελεί συντομευμένη παραλλαγή του ελληνικού Χρονικού του Μορέως, κλείνει γύρω στο 1305 - παραθέτει όμως χρονολογικό πίνακα με πληροφορίες για τα γεγονότα ως το 1333. 
Το αραγονικό Χρονικό συνεχίζει την αφήγησή του μέχρι το έτος 1377, όταν οι Ιππότες Σπιταλιώτες της Ιερουσαλήμ (οι Ιωαννίτες της Ρόδου) αγόρασαν το Μοριά από τον σύζυγο της Ιωάννας Α´, βασίλισσας της Νάπολης (1343-1382). 

ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΣΤΟΝ ΠΑΜΙΣΟ
Μετά το θάνατο του Φλωρέντιου Nτ’ Aινώ, το 1297, την Αχαΐα κυβέρνησε για ένα διάστημα μόνη η σύζυγός του Ισαβέλλα Bιλλεαρδουίνου, 37 χρονών τότε, γιατί η διάδοχος κόρη της Ματίλντα ντ’ Αινώ (Mahaut de Hainault) ήταν μόλις τριών χρονών. 
 Η Ισαβέλλα συνήθιζε να αποσύρεται στο μικρό κάστρο της στο Νησί (l’ Ille ή L’ Isle) στις εκβολές του Παμίσου, στη σημερινή δηλαδή νέα Μεσσήνη, δυτικά της Καλαμάτας. Eρείπια του κάστρου αυτού δεν έχουν δυστυχώς εντοπιστεί, μολονότι έχει αναζητηθεί από ορισμένους στην περιοχή της ενορίας των Τριών Ιεραρχών. Η άποψη ότι μπορεί να βρισκόταν στη ίδια θέση με τον πύργο των Mελισσηνών, γνωστό ως Mελίπυργο ή Mελισσόπυργο στην περιοχή της “πανηγυρίστρας” του Nησιού, δεν ευσταθεί, σύμφωνα με το Σωκράτη Κουγέα. Παραδίδεται ότι η Ισαβέλλα έκτισε ένα ακόμη κάστρο κοντά στο χωριό Μίλα, ονομαζόμενο Châtaeunef (Νεόκαστρο).

______________
https://www.eleftheriaonline.gr/local/politismos/history/item/131622-to-prigkipato-tou-moria-5-oi-neoi-igemones

Ιστορίας συνέχεια στο Πριγκιπάτο του Μοριά (IV)

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ                    (μέρος 4ο)
-------------------------------------------------
Του καθηγητή Πέτρου Θέμελη *
Ιστορίας συνέχεια στο Πριγκιπάτο του Μοριά (μέρος 4ο)

Την άνοιξη του 1263 ο Κωνσταντίνος Καντακουζηνός ανασυγκρότησε το στρατό του από Τσάκωνες, Σλάβους και Τούρκους μισθοφόρους και κατευθύνθηκε εκ νέου προς την Ανδραβίδα, την πρωτεύουσα των Φράγκων.
Συναντήθηκε με το στρατό του Γουλιέλμου στο Μεσίκλιν αυτή τη φορά, κοντά στο εξωκλήσι του Αγίου Νικολάου. Ο Καντακουζηνός, καλπάζοντας υπεροπτικά στην πρώτη γραμμή, χτυπήθηκε θανάσιμα, με αποτέλεσμα οι στρατιώτες του να αιφνιδιαστούν και να υποχωρήσουν άτακτα χωρίς να δώσουν μάχη. Ο Γουλιέλμος δεν τους καταδίωξε.
Οι Τούρκοι μισθοφόροι του αυτοκρατορικού στρατού, δυσαρεστημένοι από την καθυστέρηση της πληρωμής τους προσχώρησαν στον Γουλιέλμο, ο οποίος έκλεισε συμφωνία  με τους αρχηγούς τους, Μελίκ και Σαλίκ, για στρατιωτική συνεργασία. Ο ισχυρός φραγκο-τουρκικός στρατός βάδισε αρχικά νότια προς τη γενέτειρα του Γουλιέλμου, την Καλαμάτα, και από κει προχώρησε προς το στενό του Μακρυπλαγιού. Εκεί συγκρούστηκε με τα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Οι Βυζαντινοί με επικεφαλής τους στρατηγούς Μακρηνό και Φιλή απωθήθηκαν και επιχείρησαν να καταφύγουν στη σπηλιά του Γαρδικίου, όπου όμως πιάστηκαν οι περισσότεροι αιχμάλωτοι και οδηγήθηκαν μπροστά στον ηγεμόνα της Αχαΐας. 
Οι δύο στρατηγοί φυλακίστηκαν στο κάστρο της Κυλήνης, το Χλουμούτζι, όπου ο Φιλής μετά από σύντομο διάστημα άφησε την τελευταία του πνοή. Ο Μακρηνός αφέθηκε ελεύθερος από τον Γουλιέλμο Βιλεαρδουίνο και κατάφερε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί όμως για κακή του τύχη κατηγορήθηκε για προδοσία και σύμπραξη με τον Γουλιέλμο, και τιμωρήθηκε σκληρά με τύφλωση, σε εκτέλεση εντολής του ίδιου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου.
Ο Γουλιέλμος μετά τη νίκη του τιμώρησε τους αποστάτες υπηκόους του Τσάκωνες και Σλάβους με λεηλασία της χώρας τους και ξανάχτισε την κατεστραμμένη Λακεδαιμονία (La Cremonie). Στο μεταξύ επέστρεψε ο Γοδεφρείδος ντε Μπρυγιέρ από την Ιταλία, μετανιωμένος για την απουσία του από τις κρίσιμες μάχες. Γονατιστός πήρε συγχώρεση από τον θείο του Γουλιέλμο και από τότε δεν σταμάτησε να τον υπηρετεί πιστά. Οι μισθοφόροι Τούρκοι του Μελίκ και του Σαλίκ ζήτησαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Οσοι έμειναν βαπτίστηκαν, ενώ δύο από αυτούς χρίστηκαν ιππότες από τον ηγεμόνα, πήραν τιμάρια και παντρεύτηκαν - ο ένας μάλιστα με την κυρά της Παύλιτσας. 
Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄, συνειδητοποιώντας ότι δεν ήταν δυνατό να υποτάξει με τη βία το Μοριά, αποφάσισε να τον ενώσει ειρηνικά με την Ελληνική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Για να πραγματοποιηθεί η ένωση ζήτησε από τον Γουλιέλμο να συνηγορήσει σε γάμο της μεγαλύτερης κόρης του, της Ισαβέλλας, με τον γιο και διάδοχό του Ανδρόνικο Β΄ (1282-1328). 
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ 2 ΣΙΚΕΛΙΩΝ ΡΥΘΜΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΕΞΕΛΙΞΩΝ
Νέος βασιλιάς των δύο Σικελιών ήταν τώρα ο φιλόδοξος Κάρολος ντ’ Ανζού (Charles d’ Anjou) της Νάπολης, που είχε νικήσει κατά κράτος το στρατό του Μάνφρεντ Χοενστάουφεν (Hohenstaufen) στην ιστορική μάχη του Μπενεβέντο (26 Φεβρουαρίου του 1266). Είχε σκοτώσει τον ίδιο τον Μάνφρεντ και φυλακίσει την σύζυγό του, την Ελένη της Ηπείρου, με τα παιδιά της. Το 1267 τα Ιόνια νησιά προσαρτήθηκαν στις κτήσεις του Καρόλου με τη θέληση και τη σύμπραξη των ιπποτών της Κέρκυρας, του Τόμας και του Γκαρνιέ Αλεμάν. Ο Κάρολος ντ’ Ανζού συναντήθηκε στις 27 Μαΐου 1267 με τον εξόριστο Λατίνο αυτοκράτορα Μπάλντουιν Β΄ και τον εκπρόσωπο του Γουλιέλμου Βιλεαρδουίνου, τον καγκελάριο Λεονάρδο de Veroli, στο παπικό μέγαρο του Κλήμη Δ΄ (1265-1268) στο Βιτέρμπο (Viterbo), όπου υπογράφηκε συνθήκη. 
Ο Μπάλντουιν παραχωρούσε στον Κάρολο το δικαίωμα επέμβασης στις υποθέσεις της Ελλάδας, την επικυριαρχία του ίδιου και των προκατόχων του στην ηγεμονία της Αχαΐας και σε άλλες χώρες τις οποίες είχε κατακτήσει ο Γουλιέλμος Βιλεαρδουίνος, καθώς και την προίκα της Ελένης της Ηπείρου, χήρας του Μάνφρεντ. Σύμφωνα με την ίδια συνθήκη, η κόρη του Καρόλου Βεατρίκη θα παντρευόταν το γιο του Μπάλντουιν Φίλιππο μετά από 6 χρόνια. 
Την ίδια περίοδο οι Βενετσιάνοι έκλειναν συμφωνία με τον Ελληνα αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, σε βάρος των Γενοβέζων.
ΝΙΚΗΤΡΙΑ Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΥ 
Το 1268 ο Κάρολος ζήτησε τη βοήθεια του Γουλιέλμου για να αποκρούσει το στρατό  του 17χρονου Konrad (Κορραδίνου) του Νεότερου, δούκα της Σουηβίας, που με σύμμαχο τον Φρειδερίκο της Βάδης είχε περάσει τις Αλπεις ακολουθούμενος από 10.000 ιππείς με στόχο να διεκδικήσει την κληρονομιά των Χοενστάουφεν. H κληρονομιά με το θάνατο του Μάνφρεντ είχε περιέλθει στη φυλακισμένη χήρα γυναίκα του Ελένη, την κόρη του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Κομνηνού. Ο Γουλιέλμος ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση, μολονότι η γυναίκα του Αννα ήταν αδελφή της Ελένης χήρας του Μάνφρεντ, και έφτασε με 400 ιππότες και βαρόνους της Ηγεμονίας, σύμφωνα με το Χρονικό του Μορέως (στ. 6885-90):
Τους πρώτους και καλλιώτερους, το άνθος του Μορέως.
Εν πρώτοις απήρεν μετ’ αυτόν τον αφέντην της Καρυταίνου.
Ομοίως απήρεν μετ’ αυτόν τον αφέντην της Ακόβου,
τον μέγαν τον κοντόσταυλον τον Τσιαντερούν εκείνον,
τον μισέρ Ντζεφρέ ντε Τουρνά κι’ άλλους καβαλλαρέους,
εις αριθμόν τετρακοσίων απάνω εις τα φαριά τους.

Πήρε δηλαδή μαζί του τον ανιψιό του Γοδεφρείδο ντε Μπυγιέρ της Καρύταινας, τον κοντόσταυλο Ζαν ντε Σοντερόν (Τσιαντερούν) και τον Γοδεφρείδο (Τζεφρέ) ντε Τουρνέ. 
Η μάχη έλαβε χώρα στις 23 Αυγούστου 1268 στο Ταλιακότσο (Tagliacozzo) της Ιταλίας, στην περιοχή της Ακουίλλας. Υπήρξε σφοδρή και ολέθρια για τον στρατό του Konrad και για τον ίδιο, ο οποίος πιάστηκε αιχμάλωτος και αποκεφαλίστηκε στη Νάπολη με εντολή του Καρόλου. Πριν αποκεφαλιστεί πέταξε το γάντι του στο πλήθος κραυγάζοντας «για τον Πέτρο». Εννοούσε τον Πέτρο Γ' της Αραγονίας, σύζυγο της εξαδέλφης του Κωνστάνς, κόρης του Μάνφρεντ και της Ελένης της Ηπείρου. 
Αναφορά στην πολύνεκρη μάχη του Ταλιακότσο κάνει ο Δάντης Aλιγκιέρι στο περίφημο ποίημά του «Θεία Κωμωδία». Η μεγάλη νίκη αποδόθηκε κυρίως στην πολεμική πείρα του Γουλιέλμου της Καλαμάτας, ο οποίος γύρισε θριαμβευτικά στο Μοριά φορτωμένος λάφυρα και δώρα. 
Ο ΜΟΡΙΑΣ ΕΠΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΝΑΠΟΛΗΣ 
Δεν υπήρχε πια αμφιβολία ότι ο φραγκοκρατούμενος Μοριάς είχε πάψει να αποτελεί ανεξάρτητο σταυροφορικό κράτος, είχε γίνει επαρχία του βασιλείου της Νάπολης και ακολουθούσε αναπόφευκτα την πολιτική και τις τύχες του νέου κυρίαρχου. Παρά τη στρατιωτική πείρα και τη φήμη του, ο ηγεμόνας της Αχαΐας αντιμετώπιζε οικονομικό πρόβλημα. Ζήτησε από τον Κάρολο ντ’ Ανζού το 1268 την άδεια να δανειστεί 2000 ουγκιές χρυσάφι, προκειμένου να διορθώσει τις ζημιές που είχε προκαλέσει ο πόλεμος στη χώρα του. Για να πληρώσει τα χρέη του έβαλε ενέχυρο ακόμα και κειμήλια, κατάφερε όμως να πάρει δάνειο μόνο 127 ουγκιές χρυσάφι από το ενεχυροδανειστήριο της Βαρλέττας.
Η κόρη του Γουλιέλμου Ισαβέλλα, 11 μόλις ετών, έφυγε το 1271 από το Κάστρο της Καλαμάτας για τη Νάπολη, συνοδευόμενη από τον παιδικό της φίλο, το γιο της γριάς παραμάνας της, προκειμένου να τελέσει έναν λαμπρό γάμο με τον δεύτερο γιο του Καρόλου ντ’ Ανζού, τον επίσης ανήλικο Φίλιππο, στη Μητρόπολη του Trani. Το ζεύγος μετά το γάμο εγκαταστάθηκε στο Κάστρο του Αυγού (Castel dell’ Uovo) στη Νάπολη. Σταθεροποιήθηκε έτσι ο δεσμός μεταξύ της ηγεμονίας της Αχαΐας και του οίκου των Ανζού, που είχε δημιουργηθεί με τη συνθήκη του Βιτέρμπο το 1267. Το 1277, έξι μόλις χρόνια μετά το γάμο, πέθανε ο σύζυγός της Ισαβέλλας Φίλιππος ντ’ Ανζού, αφήνοντας χήρα τη νεαρή γυναίκα του με μια κόρη, τη Ματίλντα ή Μαχώ.
ΜΗ ΠΟΛΕΜΟΣ, ΜΗ ΕΝΩΣΗ
Μετά το 1272 οι συγκρούσεις μεταξύ Φράγκων και Ελλήνων στο Μοριά είχαν κοπάσει, γιατί ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ είχε αρχίσει διαπραγματεύσεις με τον πάπα Γρηγόριο (1271-1276), αφήνοντας να εννοηθεί ότι είναι πρόθυμος να δεχτεί την ένωση των δύο εκκλησιών. Επιζητούσε στην πραγματικότητα την υποστήριξή του πάπα, φοβούμενος επίθεση του Καρόλου ντ’ Ανζού ενάντια στην Κωνσταντινούπολη. Ο πάπας μάλιστα ζήτησε τότε από τον Γουλιέλμο της Αχαΐας να επιτρέψει να περάσουν από την Πελοπόννησο οι απεσταλμένοι του, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και ο γνωστός ιστορικός Ακροπολίτης, στο θαλάσσιο ταξίδι τους προς το Λούγδουνον (Λυών) της Γαλλίας, όπου έλαβε χώρα η σύνοδος για την ένωση των εκκλησιών το 1274. 
Η ένωση δεν έγινε τελικά δεκτή από τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι ξεσηκώθηκαν ενάντια στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄. 

____________________

Το Πριγκιπάτο του Μοριά (ΙΙΙ)

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ                  (μέρος γ') 
--------------------------------------------------------------------------------
Του καθηγητή Πέτρου ΘέμεληΤο Πριγκιπάτο του Μοριά (μέρος γ')
Η πρώτη γυναίκα του Γουλιέλμου της Καλαμάτας, η κόρη του Narjaud de Toucy, απεβίωσε πρόωρα. Ο ηγεμόνας παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την Καριντάνα (Carintana), κόρη του Ριχάρδου Ντάλλε Κάρτσερι της Εύβοιας, βαρονέσα του βόρειου τρίτου του νησιού. Μετά και τον δικό της αδόκητο θάνατο, το 1255, ο Γουλιέλμος διεκδίκησε τη βαρονία της βόρεια Εύβοιας, σπεύδοντας μάλιστα να εκδώσει μια σειρά νομισμάτων του με την επιγραφή «Τριτημόριος του Νεγρεπόντε». Οι δύο άλλοι τριτημόριοι της Εύβοιας, θορυβημένοι από τις κατακτητικές διαθέσεις του ηγεμόνα, συμμάχησαν με τον Βενετό βάιλο Πάολο Γραδενίγο. Ο Γουλιέλμος όμως κατάφερε να τους αιχμαλωτίσει με δόλο και να τους κλείσει στο κάστρο της Κούπας (La Cuppa), κοντά στο Αυλονάρι. Οι Βενετσιάνοι αντέδρασαν άμεσα και μετά από πολιορκία κυρίεψαν τη Χαλκίδα, νικώντας σε μάχη το ιππικό του Μοριά. 
Ο πόλεμος επεκτάθηκε τάχιστα στο Μοριά και την ηπειρωτική Ελλάδα. Μια διευρυμένη συμμαχία βαρόνων σχηματίστηκε γύρω από τους Βενετούς ενάντια στον ηγεμόνα, ο οποίος κατάφερε να εξασφαλίσει μόνο τη βοήθεια των Γενοβέζων, δηλωμένων εχθρών και ανταγωνιστών των Βενετών. Το 1258 τα στρατεύματά του ηγεμόνα του Μοριά συγκρούστηκαν με εκείνα του Γκυ (Guy) Α΄, ηγεμόνα της Αθήνας (που είχε τεθεί επί κεφαλής των αντιπάλων του) στο στενό του βουνού Καρύδι, κοντά στην Κακιά Σκάλα και τα έτρεψαν σε φυγή προς τη Θήβα. Ο Γουλιέλμος νίκησε στη συνέχεια και το στρατό των Βενετσιάνων στους Ωρεούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν να ζητήσουν την υπογραφή συμφωνίας για ειρήνη. Ο ηγεμόνας της Αχαΐας έβγαινε προς το παρόν κερδισμένος από το ριψοκίνδυνο παιχνίδι του.
Το 1255, όταν πέθανε η Καριντάνα (Carintana dalle Carceri), η δεύτερη γυναίκα του Γουλιέλμου, ο ηγεμόνας έστρεψε το ενδιαφέρον του προς την ωραία Ελληνίδα Αννα, κόρη του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Κομνηνού, την οποία και παντρεύτηκε. Φιλοδοξούσε να αναστήσει το βασίλειο της Θεσσαλονίκης και να γίνει κυρίαρχος ολόκληρης της Ελλάδας από τη Μακεδονία ως το Ταίναρο. Ομως τα πράγματα πήραν αυτή τη φορά άλλη τροπή. Ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Μιχαήλ Παλαιολόγος, επιθυμώντας να καταλύσει τη Λατινική αυτοκρατορία της Ρωμανίας και να βασιλέψει στο Βυζάντιο έστειλε τον αδελφό του Ιωάννη με στρατό ενάντια στον Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β'. Αυτός δεν δέχτηκε την ειρήνη που του πρότειναν οι απεσταλμένοι, αλλά ζήτησε, το 1257, τη βοήθεια των δύο γαμπρών του, του Μάνφρεντ Χοενστάουφεν (Hohenstaufen), βασιλιά των δύο Σικελιών και του Γουλιέλμου Βιλεαρδουίνου της Αχαΐας. Ο Μάνφρεντ έστειλε σε βοήθεια του πεθερού του τετρακόσιους πάνοπλους Γερμανούς ιππότες. Ο ατρόμητος Γουλιέλμος έφτασε αυτοπροσώπως στην Ηπειρο, οδηγώντας μεγάλη στρατιωτική δύναμη από Φράγκους και Έλληνες του Μοριά. Γύρω του συντάχθηκαν και στρατεύματα της Εύβοιας και του Αιγαίου, καθώς επίσης ο Ριχάρδος της Κεφαλλονιάς, ο Θωμάς Β΄ Ωτρεμενκούρ (Autremencourt) κύριος των Σαλόνων και ο Ουμπερτίνο της Βοδονίτσας. 
Η σύγκρουση με τις δυνάμεις του αυτοκράτορα, που είχαν επικεφαλής τον αδελφό του Ιωάννη και αποτελούνταν από ξένους κυρίως μισθοφόρους (Γερμανούς, Σέρβους, Ούγγρους, Βούλγαρους, Τούρκους και Κομάνους), έλαβε χώρα το 1259 στην πεδιάδα της Πελαγονίας, κοντά στην Καστοριά της Δυτικής Μακεδονίας. Ο νόθος γιος του δεσπότη της Ηπείρου, Ιωάννης, εγκατέλειψε ξαφνικά, λόγω προσωπικής παρεξήγησης με τον Γουλιέλμο, και τάχθηκε με το μέρος του εχθρού παίρνοντας μαζί το στρατό του, αποτελούμενο κυρίως από σκληροτράχηλους Βλάχους της Θεσσαλίας. Μετά την προδοτική αυτή ενέργεια, ο ίδιος ο Δεσπότης Μανουήλ εγκατέλειψε νύχτα το στρατόπεδο του Γουλιέλμου και έφυγε για τη Λευκάδα, αφήνοντας μόνους τους Φράγκους της Αχαΐας. Στην αμφίρροπη αρχικά και σκληρή μάχη που ακολούθησε, η πλάστιγγα έγειρε τελικά προς το μέρος των αυτοκρατορικών στρατευμάτων, όταν ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος, στρατηγός του Ιωάννη, βλέποντας τους Γερμανούς του να θερίζονται από τους Φράγκους, έδωσε εντολή στους Ούγγρους και τους Κομάνους τοξότες να στοχεύουν τα άλογα των Φράγκων ιπποτών. Αυτά χτυπημένα από τα βέλη άρχισαν να σωριάζονται στο έδαφος μαζί με τους καβαλάρηδες. 
Ο Γοδεφρείδος ντε Μπρυγιέρ (Geoffrey I de Briel ή de Bruyere), ανιψιός του Γουλιέλμου και ηγεμόνας της Καρύταινας, καθώς και ο ίδιος ο Γουλιέλμος που έσπευσε να τον βοηθήσει σε μια δύσκολη στιγμή της μάχης, πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ελάχιστοι σώθηκαν από το στρατό των Φράγκων και κατάφεραν να γυρίσουν σε άθλια κατάσταση στο Μοριά. 
Ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος συνέχισε την νικηφόρο πορεία του προς Νότον καταλαμβάνοντας την Ηπειρο, τη Θεσσαλία και τη Θήβα. Στη Θήβα τον εγκατέλειψε ο προδότης νόθος γιος του δεσπότη της Ηπείρου, Ιωάννης, και ενώθηκε με τον φυγά πατέρα του, ο οποίος ένα μόνο χρόνο μετά την καταστροφική μάχη της Πελαγονίας είχε καταφέρει να συνέλθει, ενισχυμένος με στρατό από τον γαμπρό του Μάνφρεντ Χόενσταουφεν. Εστειλε το γιο του Νικηφόρο ενάντια στον αυτοκρατορικό στρατό, τον οποίο κατατρόπωσε, συλλαμβάνοντας μάλιστα αιχμάλωτο τον Στρατηγόπουλο. 
Ακολούθησε σύντομη ανακωχή με ανταλλαγή αιχμαλώτων και νέα νικηφόρος επίθεση του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ, ο οποίος αιχμαλώτισε αυτή τη φορά τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Το 1263, ωστόσο, ο αδελφός του αυτοκράτορα, Ιωάννης, νίκησε τον Μιχαήλ Β΄ της Ηπείρου υποχρεώνοντάς τον στην υπογραφή συνθήκης ειρήνης. Την περίοδο αυτή, ο Μιχαήλ έχτισε με παρακίνηση της γυναίκας του Θεοδώρας και με αρχιμάστορα τον Νικολό Καρούλη το Γαλαξείδι, σύμφωνα με το Χρονικό του Γαλαξιδίου (φ.5-φ.6).
Ο ηγεμόνας του Μοριά και οι άλλοι επιφανείς αιχμάλωτοι της δραματικής μάχης στην Πελαγονία μεταφέρθηκαν στη Λάμψακο και από κει στον αυτοκράτορα Μιχαήλ, ο οποίος πρόσφερε στον Γουλιέλμο χρήματα για αγορά κτημάτων στη Γαλλία με αντάλλαγμα τον Μοριά και την ελευθερία του. Η άρνηση του περήφανου Γουλιέλμου είχε ως συνέπεια να φυλακιστεί μαζί με αρκετούς βαρόνους συντρόφους του και να μείνει στην Πόλη για τρία ολόκληρα χρόνια. Η πριγκηπέσσα Αννα Κομνηνή της Ηπείρου, σύζυγος του Γουλιέλμου, και οι Φράγκοι του Μοριά, ανήσυχοι από τις δυσάρεστες εξελίξεις και φοβούμενοι εξέγερση των Ελλήνων στην Πελοπόννησο, πρόσφεραν στον δούκα της Αθήνας Γκυ Α΄ τη θέση του βάιλου της Αχαΐας. Αυτός την αποδέχτηκε και προχώρησε αμέσως σε απελευθέρωση των δύο τριτημόριων της Εύβοιας, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση της χώρας. 
Η Κωνσταντινούπολη στο διάστημα αυτό είχε ανακτηθεί από τους Ελληνες του «νέου Κωνσταντίνου», όπως αποκαλούσαν τώρα τον αυτοκράτορα Μανουήλ Η΄ Παλαιολόγο. Η λατινική αυτοκρατορία της Ρωμανίας είχε οριστικά καταλυθεί. Ο τελευταίος Λατίνος αυτοκράτορας Μπάλντουιν (Baldwin) Β΄ έφτασε φυγάς στο Νεγρεπόντε (τη Χαλκίδα), από κει πορεύτηκε προς τη Θήβα και σταμάτησε για λίγο στην Αθήνα για να αποχαιρετήσει τον δούκα Γκυ Α΄ και τους υπόλοιπους Φράγκους πρώην υπηκόους του, που είχαν συγκεντρωθεί εκεί. Αναχώρησε τελικά με πλοίο από τον Πειραιά για την Ευρώπη με ενδιάμεσο μόνο σταθμό τη Μονεμβασία. 
Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μανουήλ ήλθε σε νέα συνεννόηση με τον σκληροτράχηλο φυλακισμένο Γουλιέλμο Βιλεαρδουίνο και κατάφερε αυτή τη φορά να του αποσπάσει την υπόσχεση παραχώρησης των κάστρων της Μονεμβασίας, του Μυστρά και της Μάινας, προσφέροντάς του σε αντάλλαγμα την ελευθερία του και τον τίτλο του Μεγάλου Δομέστικου. Ο Γκυ Α΄, δούκας της Αθήνας και βάιλος τώρα της Αχαΐας, συγκάλεσε αμέσως τη Μεγάλη Κούρτη στο Νίκλι (την Τεγέα) για να αποφασίσει το μέλλον της ηγεμονίας μετά την υποχώρηση του Γουλιέλμου και τη συγκατάθεσή του να παραδώσει τα τρία κάστρα στον αυτοκράτορα. Στην Κούρτη συγκεντρώθηκαν κυρίως οι χήρες και οι γυναίκες των βαρόνων που είχαν πέσει ηρωικά ή αιχμαλωτιστεί στη μάχη της Πελαγονίας, με εξαίρεση τον Λογοθέτη (καγκελλάριο) της Αχαΐας Λεονάρδο de Veroli του Λατίου και τον Πέτρο de Vaux. 
Χάρη στην ψήφο των γυναικών αποφασίστηκε σε αυτή την «Κούρτη των Κυράδων», όπως ονομάστηκε, να παραδοθούν τα τρία κάστρα που είχε υποσχεθεί ο Γουλιέλμος στον αυτοκράτορα και να σταλούν ως όμηροι στην Πόλη η Μαργαρίτα, κόρη του Ζαν ντε Νεϊγύ, πρωτοστράτορα (στρατηγού) της Αχαΐας, καθώς και η αδελφή του Ζαν ντε Σωντερόν, μεγάλου κοντόσταβλου της Αχαΐας και ανεψιού του αιχμάλωτου ηγεμόνα.
Ο Γουλιέλμος, ελεύθερος πια, επέστρεψε στο Μοριά και έγινε δεκτός με τιμές στο Νεγρεπόντε από τον πρώην αντίπαλό του, Γκυ Α', δούκα της Αθήνας. Στη Θήβα, στο σπίτι του Φράγκου αρχιεπισκόπου Ερρίκου κλείστηκε συνθήκη μεταξύ του ηγεμόνα της Αχαΐας, των Βενετών και των τριτημόριων της Εύβοιας, με την οποία τα πράγματα γύριζαν στο προηγούμενο status quo ως προς την κατανομή των εδαφών και τη διοίκησή τους. Εκλεισαν εύκολα τις διαφορές τους οι Φράγκοι, γιατί είχαν να αντιμετωπίσουν την ισχυρή νεοσύστατη Βυζαντινή αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Οι Βενετοί υποχώρησαν περισσότερο από φόβο προς τους εχθρούς τους Γενοβέζους, οι οποίοι με τη συνθήκη του Νυμφαίου της Λυδίας που είχαν κλείσει με τον αυτοκράτορα το 1261 ένα χρόνο πριν από την πτώση της Πόλης, είχαν αναδειχθεί σε υπολογίσιμη δύναμη στο χώρο του ανατολικού εμπορίου, απειλώντας με εκτοπισμό του Βενετούς. 
Το 1262 εγκαταστάθηκε στον Μυστρά αυτοκρατορικός αντιπρόσωπος με τον τίτλο «Κεφαλή της κατά την Πελοπόννησον χώρας και των κάστρων της Βασιλείας» με αυλή Βυζαντινών αξιωματούχων γύρω του, ενώ καθιερώθηκε ως αρχή και ο στρατηγός (πρωτοστράτορας). Οι Ελληνες ορθόδοξοι κάτοικοι της Πελοποννήσου αναθάρρησαν μετά την παράδοση των κάστρων της Μονεμβασίας του Μυστρά και της Μαΐνης και άρχισαν να γίνονται επιθετικοί. Τα λατινικά μοναστήρια, που έτυχε να βρίσκονται απροστάτευτα μακριά από τις οχυρωμένες πόλεις, λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν. Οι καλόγριες του Κιστερκιανού τάγματος που είχαν εγκατασταθεί στο μοναστήρι Santa Maria de Verge στη Μεθώνη διώχτηκαν και κατέφυγαν το 1267 στο Μπρίντεζι.
Ο Γουλιέλμος δεν ήταν δυνατόν να μείνει αδρανής. Την ίδια χρονιά (1262) οργάνωσε μια υπεροπτική επίδειξη δύναμης, διασχίζοντας έφιππος με εντυπωσιακή ακολουθία την κοιλάδα του Ευρώτα μπροστά στα έκπληκτα μάτια των φρουρών του Μυστρά, που θορυβημένοι κάλεσαν τους Μελιγγούς του Ταϋγέτου σε βοήθεια και έστειλαν αγγελιοφόρο στον αυτοκρατορικό διοικητή της Μονεμβασίας. Εκείνος με τη σειρά του ενημέρωσε τον ίδιο τον αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη για μονομερή παραβίαση της ειρήνης εκ μέρους των Φράγκων. Ο αυτοκράτορας έστειλε αμέσως στρατό από 1500 Τούρκους και αρκετούς σκληροτράχηλους Ελληνες της Μικράς Ασίας με επικεφαλής τον αδελφό του, Κωνσταντίνο, και τους αξιωματούχους Φιλή και Μακρηνό. Στόλος με ναύαρχο τον Φιλανθρωπηνό και πληρώματα από Τσάκωνες και Γασμούλους επιτέθηκε στα φραγκοκρατούμενα νησιά του Αιγαίου και τις νότιες ακτές της Πελοποννήσου με τη σύμπραξη των Γενοβέζων. Ο Γουλιέλμος ενισχύθηκε μόνο από τον Γουλιέλμο ντα Βερόνα, τριτημόριο βαρόνο της Εύβοιας και από μικρό σώμα αθηναϊκού στρατού. Ο Γοδεφρείδος ντε Μπρυγέρ, βαρόνος της Καρύταινας, «το ωραιότερο λουλούδι της αχαϊκής ιπποσύνης», που θέριζε τους εχθρούς «όπως τη χλόη στο λιβάδι», σύμφωνα με το Χρονικό του Μορέως, παρά την πρόσκληση του θείου του ηγεμόνα της Αχαΐας, δεν προσήλθε, γιατί έλειπε για προσωπική του υπόθεση στην Απουλία.
Ο αυτοκράτορας έστειλε ενισχύσεις στον αδελφό του, Ιωάννη, και τους στρατηγούς του στο Μοριά, συνοδευόμενες από τον ικανότατο στρατιωτικό Μιχαήλ Καντακουζηνό, που καταγόταν από παλιά οικογένεια της Μεσσηνίας. Στόχος των Βυζαντινών ήταν η Ανδραβίδα, η πρωτεύουσα των Φράγκων στο Μοριά. Στην πορεία τους προς τα εκεί πυρπόλησαν το Λατινικό μοναστήρι της Παναγίας της Ισοβας στην κοιλάδα του Αλφειού και στρατοπέδευσαν στην Πρινίτσα, κοντά στην Ολυμπία. Εκεί συγκρούστηκαν με μικρό σώμα 312 Φράγκων με διοικητή τον Ζαν ντε Κουταβάς, ο οποίος υπέφερε από χρόνια ρευματοπάθεια. Με τη σύζυγο του Κουταβάς περιδιάβαζε στην Ιταλία ο εραστής της ντε Μπρυγιέρ. Παρά τους ρευματικούς πόνους του, ο ντε Κουταβάς όρμησε έφιππος και ασπροντυμένος στη σκηνή του Κωνσταντίνου και οδήγησε τελικά τους Φράγκους στη νίκη. Oι έντρομοι Ελληνες το έβαλαν στα πόδια γιατί πέρασαν για τον ίδιο τον Αϊ-Γιώργη τον ασπροντυμένο δρακοντοκτόνο καβαλάρη. Ο Κωνσταντίνος Καντακουζηνός κατάφερε να ξεφύγει καβάλα σ’ ένα γρήγορο τουρκικό άτι και μέσα από πλάγια μονοπάτια να φτάσει στο Μυστρά, ενώ οι σαστισμένοι στρατιώτες του έτρεχαν να σωθούν στα γύρω δάση. 


__________________
https://www.eleftheriaonline.gr/local/politismos/item/127581-to-prigkipato-tou-moria

Το Πριγκιπάτο του Μοριά και η Καλαμάτα (ΙΙ)

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ                                  (β΄μέρος)
------------------------------------------
Του καθηγητή Πέτρου Θέμελη  Το Πριγκιπάτο του Μοριά και η Καλαμάτα (β΄μέρος)

Τον Γοδεφρείδο Α΄ τον διαδέχτηκε αμέσως το 1228 ο μεγαλύτερος γιος του Γοδεφρείδος Β΄ που όριζε μεγάλη επικράτεια και πλούτη. Στην αυλή του διατηρούσε 80 ιππότες με χρυσά σπιρούνια, που έρχονταν από την Καμπανία κυρίως, αλλά και από την Βουργουνδία και τη Γαλλία, για να του προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, να ξεπληρώσουν τα χρέη τους, να ξεφύγουν από διώξεις ή να διασκεδάσουν. 
Μόνο με τον λατινικό κλήρο είχε προβλήματα ο νέος ηγεμόνας, γιατί δεν εκπλήρωνε τις στρατιωτικές υποχρεώσεις που όριζε ο «Αχαϊκός Καταστατικός Χάρτης» ή αλλιώς «Χάρτα της Ηγεμονίας» που είχε συμφωνηθεί στη Συνέλευση (το Παρλαμέντο) της Ανδραβίδας το 1209 με πρωτοβουλία του πατέρα του. 
Ο νέος ηγεμόνας αναγκάστηκε για αυτόν το λόγο να προχωρήσει σε κατάσχεση ορισμένων τιμαρίων που είχαν παραχωρηθεί στους εκκλησιαστικούς βαρόνους και να διαθέσει τα χρήματα στην ανοικοδόμηση του μεγάλου κάστρου της Γλαρέντζας, που είχε τον έλεγχο του σημαντικού λιμανιού της Κυλλήνης και λειτουργούσε ως επίνειο του βασικού στεριανού κάστρου στο Χλουμούτζι. Κατάφερε μάλιστα να εξασφαλίσει και την συγκατάθεση του πάπα Ονώριου Γ΄ (1216-1227), να υπογράψει συμφωνία (κονκορδάτο) με την εκκλησία το 1223 και να διευθετήσει τη διένεξη, αποκαθιστώντας την τάξη, χωρίς να αφήσει έξω από τη συμφωνία τους ορθόδοξους Ελληνες παπάδες των πόλεων και της υπαίθρου. 
Το 1225 ζήτησε από τη συνέλευση των Κιστερκιανών να στείλει ομάδα μοναχών για να ιδρύσουν μοναστήρι στην Αχαΐα, όπως είχε πράξει και ο πατέρας του. Η συνέλευση ανέθεσε στον ηγούμενο της μονής Morimod της Σαβοΐας να επιληφθεί της υπόθεσης ίδρυσης του μοναστηριού. 
Στη Γλαρέντζα διατηρούνται σήμερα μόνο πενιχρά ερείπια του οικισμού και της οχύρωσης, καθώς και τα λείψανα μιας μεγάλης γοτθικής βασιλικής (43Χ15 μ.) που ο Antoine Bon ταύτισε με τον ναό της μονής του Αγίου Φραγκίσκου, όπου είχαν λάβει χώρα συνελεύσεις των αρχόντων του πριγκιπάτου.
ΠΡΟΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΩΝ ΛΑΤΙΝΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Ο Ροβέρτος ντε Κουρτενέ, αδελφός της γυναίκας του Γοδεφρείδου Β´ Αγνής και Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, πέθανε το 1228. Ο Γοδεφρείδος αισθάνθηκε τότε την υποχρέωση να ενισχύσει την άμυνα της πρωτεύουσας, στέλνοντας 22.000 υπέρπυρα το χρόνο στο νέο αυτοκράτορα Μπαλντουίν Β΄ ντε Κουρτενέ. Κατάφερε επίσης με έξι πλοία να διασπάσει τις γραμμές των Ελλήνων και να εισέλθει στο λιμάνι της Πόλης. Υστερα από πρόσκληση του πάπα, ο Γοδεφρείδος έστειλε δέκα γαλέρες, σπεύδοντας για δεύτερη φορά σε ενίσχυση της Πόλης. 
Αργότερα, το 1244 ο πάπας Ιννοκέντιος Δ΄ (1243-1254) του επέτρεψε να κρατήσει τα έσοδα της Πελοποννησιακής Εκκλησίας, ώστε να συντηρεί ένα σώμα εκατό τοξοτών. Με αυτό τον τρόπο είχε καταφέρει ο Γοδεφρείδος να αναδειχθεί στον ισχυρότερο Φράγκο ηγεμόνα της εποχής - σε βαθμό που ο δεσπότης της Ηπείρου Μανουήλ και ο κόμης Κεφαλλονιάς και Ζακύνθου να γίνουν οικειοθελώς υποτελείς του.
Σύμφωνα με το «Χρονικό του Μορέως», όταν ο άτεκνος Γοδεφρείδος Β΄ κατάλαβε ότι πλησιάζει το τέλος του το 1245, ζήτησε από τον αδελφό του Γουλιέλμο της Καλαμάτας να χτίσει στην πρωτεύουσά του Ανδραβίδα, δίπλα στον αυλικό ναό της Αγίας Σοφίας που αποτελούσε και την έδρα του Λατίνου επισκόπου της Ωλένης, μιαν ακόμη εκκλησία στο όνομα του Αγίου Ιακώβου, όπου θα αναπαυόταν το σώμα του μαζί με εκείνο του πατέρα τους που θα μετέφερε από την Καλαμάτα. Στο Μαυσωλείο του Αγίου Ιακώβου της Ανδραβίδας, του οποίου τα αρχιτεκτονικά λείψανα δεν έχουν εντοπισθεί, ενταφιάστηκε αργότερα και ο Γουλιέλμος Βιλεαρδουίνος, ο οποίος ανέλαβε τα ηνία της ηγεμονίας το 1246 μετά το θάνατο του αδελφού του. 
Στο αραγωνέζικο Χρονικό του Μωρέως αναφέρεται και τρίτη εκκλησία, ο Άγιος Στέφανος, από την οποία δεν σώζονται ίχνη. 
Ανασκαφική έρευνα στην περιοχή της Αγίας Σοφίας Ανδραβίδας αναφέρεται από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο. Ανασκαφή πραγματοποίησαν επίσης στο χώρο της εκκλησίας ο C. Sheppard το 1982/3 και ο Δημήτρης Αθανασούλης το 1997 και το 2001. Το ναό της Αγίας Σοφίας τον είχε χτίσει το τάγμα των Δομινικανών μοναχών που είχε κοιτίδα του την περιοχή της Τουλούζης και όφειλε το όνομά του στον ιδρυτή του Αγιο Δομίνικο. Ηταν μια τρίκλιτη βασιλική με τετράγωνη την αψίδα του ιερού και πλευρικά παρεκκλήσια. Τα κλίτη δεν σώζονται σήμερα, εκτός από ορισμένα ίχνη των βάσεων για τους κίονες που χώριζαν τα κλίτη. Τα διαμερίσματα του ιερού στεγάζονται με σταυροθόλια με νευρώσεις χωρίς εγκάρσιο τόξο.
ΕΝΑΣ ΓΑΛΛΟΣ «ΟΔΥΣΣΕΑΣ» ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Ο Γουλιέλμος, που κυβέρνησε το πριγκιπάτο της Αχαΐας επί τριάντα ολόκληρα χρόνια, αναδείχτηκε σε δεσπόζουσα φυσιογνωμία της περιόδου με σημαίνοντα ρόλο στις ιστορικές εξελίξεις, ξεπερνώντας τον αδελφό του Γοδεφρείδο Β´ σε κατορθώματα και φήμη. Δικαιολογημένα θεωρήθηκε ως ο πλέον τολμηρός και ιπποτικός άνδρας της φραγκοκρατούμενης Ελλάδας, ο οποίος «συνδύαζε το ιπποτικό πνεύμα της Γαλλίας με το πονηρό πνεύμα του ομηρικού Οδυσσέα», όπως επιτυχημένα τον χαρακτηρίζει ο ιστορικός Γουίλιαμ Μίλερ. 
Είχε γεννηθεί στο οικογενειακό κάστρο της Καλαμάτας και μιλούσε τα ελληνικά ως μητρική του γλώσσα. Ενα από τα δόντια του προεξείχε ελαφρά από τα χείλη του, προσθέτοντας μια χαριτωμένη πινελιά στη φυσιογνωμία του. Αυτός είναι ο βασικός ήρωας του Χρονικού του Μορέως, όπου αποκαλείται συχνά «Γυλιάμος ο Καλομάτας» και επαινείται με τους παρακάτω στίχους: 
Τον δεύτερον εκράζασιν Γυλιάμον τον ελέγαν / ελέγασιν το επίκλιν του Γυλιάμο ντε Καλομάτα / αφέντην γαρ τον άφηκεν κάστρου της Καλομάτας / μετά της άλλης περιοχής του καστελλανικίου. (στ. 2448-51)
Ενταύθα γαρ οι αρχιερείς και οι φλαμουριάροι όλοι / εστέψασιν δια πρίγκιπα εκείνον τον Γυλιάμο, / τον αδελφόν του πρίγκιπος εκείνου του Ντζεφρόη, / όστις και γαρ εξέβηκεν άνθρωπος επιδέξιος, / φρόνιμος και κοπιαστής είς όλους τους ανθρώπους, / όπου να εγεννήθησαν εις μέρη Ρωμανίας. (στ. 2759-61)
Ο Γουλιέλμος ανακαίνισε πλήρως την οχύρωση του Κάστρου της Καλαμάτας και προετοιμάστηκε τάχιστα για την πολιορκία και την κατάληψη του τελευταίου οχυρού των Ελλήνων στο βράχο της Μονεμβασίας (συχνά παραβάλλεται με το Γιβραλτάρ), που κυβερνιόταν από τρεις άρχοντες, τον Μαμωνά, το (Ευ)δαιμονογιάννη και τον Σοφιανό. Κάλεσε σε βοήθεια τους υποτελείς του, τον Γκυ Α΄ της Αθήνας και ταυτόχρονα του Αργους και της Ναυπλίας, τους τρεις βαρόνους της Εύβοιας, τον δούκα της Νάξου Αγγελο Σανούδο (1227-1262) και τον κόμητα Ματέο Ορσίνι της Κεφαλλονιάς, ενώ ζήτησε και τέσσερις γαλέρες από τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας. Μετά από μακρά πολιορκία οι τρεις άρχοντες του «Γιβραλτάρ του Αιγαίου» του παρέδωσαν τα κλειδιά του κάστρου με όρους τους οποίους σεβάστηκε απόλυτα ο Γουλιέλμος. Τους παραχώρησε τιμάρια στα Βάτικα, κοντά στον Καβομαλιά. Εγκατέστησε φρουρά στο κάστρο, καθώς και Λατίνο επίσκοπο. 
ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ, ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΙΠΠΟΤΙΣΜΟΥ
Ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης Μπαλντουίν παραχώρησε το 1248 το δουκάτο του Αρχιπελάγους (εκτός από τη Μυτιλήνη, τη Σάμο, τη Χίο και την Κω), την επικράτεια δηλαδή του δεύτερου δούκα του Αρχιπελάγους, Αγγέλου Σανούδου (1227-1262), καθώς και την Εύβοια, στον ηγεμόνα της Αχαΐας, Γουλιέλμο. Ο Γουλιέλμος έγινε τότε και επικυρίαρχος της Βοδονίτσας, τιμάριου της αυτοκρατορικής οικογένειας των Κουρτενέ.
Οι ανυπότακτοι Τσάκωνες του Μαλεβού, θορυβημένοι από τις επιτυχίες του, δήλωσαν τότε υποταγή. Με βάση έναν ορθό στρατηγικό σχεδιασμό, ο Γουλιέλμος έχτισε τότε τα δυνατά κάστρα του Μυστρά ή Μυτζηθρά, της παλιάς Μάινας στο Ταίναρο και του Λεύτρου (Baeufort), αναγκάζοντας έτσι και τους ανυπότακτους Σλάβους Μελιγγούς του Ταϋγέτου να του δηλώσουν υποταγή, με μόνη υποχρέωση να υπηρετούν στο στρατό του. Τα κάστρα αυτά παίζουν σημαντικό ρόλο στις περαιτέρω εξελίξεις.
Ολόκληρος ο Μοριάς, με εξαίρεση τα βενετσιάνικα κάστρα Κορώνης και Μεθώνης, αναγνώριζε τώρα την εξουσία του Γουλιέλμου Βιλεαρδουίνου. Η αυλή του στη Λακεδαιμονία (Σπάρτη) όπου είχε μεταφερθεί, αλλά και στην Καλαμάτα, θεωρούνταν ως η λαμπρότερη σχολή ιπποτισμού της εποχής. 
Γιγαντόκορμοι ιππότες καβαλάρηδες, 700 ως και 1.000 σε αριθμό, ακολουθούσαν πάντοτε τον έφιππο ηγεμόνα της Αχαΐας, ο οποίος ήταν σε θέση να εξοπλίσει στόλο από 24 πλοία που μετέφεραν 400 ιππότες. Με αυτά έλαβε μέρος το 1249 στην έβδομη Σταυροφορία που είχε οργανώσει ο βασιλιάς της Γαλλίας, Λουδοβίκος ΙΧ (1226-1270), κατά της Αιγύπτου. Ακολούθησε τις δυνάμεις του δούκα ΙV της Βουργουνδίας και έλαβε μέρος σε μάχες στη Ρόδο, τη Λεμεσό της Κύπρου και στη Δαμιέττα, πριν επιστρέψει στο Μοριά.
Τορνέσια, γκρόσια, σολδία και δουκάτα
Το εμπόριο που ανθούσε στα όρια του Πριγκιπάτου του Μοριά απαιτούσε την κοπή τοπικού νομίσματος. To κεντρικό νομισματοκοπείο του ηγεμόνα άρχισε να κόβει τορνέσια (tournois) με την έγκριση του βασιλιά της Γαλλίας, Λουδοβίκου ΙΧ, το 1250. Ηταν εγκατεστημένο μάλλον στο Κάστρο Χλουμούτζι (αλλιώς Χλεμούτσι) ή Κλερμόντ, που ονομαζόταν και Castel Tornese από τα τορνέσια. Χτισμένο μεταξύ 1221 και 1223 επί Γοδεφρείδου Β΄, αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα αμιγώς φράγκικα κάστρα με κάποιες βυζαντινές επιδράσεις στη δόμηση. Το εσωτερικό φρούριο, στο υψηλότερο σημείο του εξωτερικού τειχισμένου περιβόλου, έχει σχήμα επίμηκες εξαγωνικό. Ο γνωστός βυζαντινολόγος Δ. Αθανασούλης στέγασε στο κάστρο Χλεμούτσι ένα σημαντικό Μουσείο με αντικείμενα της ανασκαφής του στην περιοχή της Γλαρέντζας.
Το Χλεμούτσι με το επίνειό του, τη Γλαρέντζα, λειτουργούσε ως εμπορικό κέντρο ολόκληρης της ηγεμονίας του Μοριά. Τα νομίσματα φέρουν στον εμπροσθότυπο σταυρό με την επιγραφή PRINCEPS G(ULIEMUS) γύρω του, ενώ στον οπισθότυπο έχουν ως σύμβολο την εκκλησία του Αγίου Μαρτίνου της Tours και την επιγραφή DE CLΑRENTIA, που ενδέχεται να αποτελεί συγκεκομμένη μορφή του DE(NARIUS) CLΑRENTIA(NUS). 
Την περίοδο αυτή, φαίνεται ότι λειτούργησε, για σύντομο χρονικό διάστημα στην πόλη της Καλαμάτας ένα δεύτερο τοπικό νομισματοκοπείο, σύμφωνα με την άποψη του αείμνηστου νομισματολόγου Αναστάσιου Τζαμαλή. 
Το τορνέσιο ήταν νόμισμα μικρής αγοραστικής δύναμης· για το λόγο αυτό οι σοβαρές εμπορικές συναλλαγές γίνονταν με ξένα νομίσματα, όπως τα ασημένια γαλλικά τορνέσια-δηνάρια, τα ασημένια γκρόσια, τα σολδία και τα χρυσά δουκάτα της Βενετίας. Η Γλαρέντζα διέκοψε την κοπή τορνέσιων στα χρόνια του Ροβέρτου του Τάραντα (1346-1364) ως ηγεμόνα της Αχαΐας, λόγω παρακμής του πριγκιπάτου και της γενικευμένης χρήσης των βενετσιάνικων τορνεζέλι.

Διαβάστε το α' μέρος

https://moreas-news.blogspot.gr/2017/08/blog-post.html

______

Το Πριγκιπάτο του Μοριά και η Καλαμάτα (Ι)

ΙΣΤΟΡΙΚΑ      (α' μέρος)

---------------------------------------
Του καθηγητή Πέτρου Θέμελη *
Το Πριγκιπάτο του Μοριά και η Καλαμάτα (α' μέρος)

Στα χρόνια της 4ης Σταυροφορίας, πριν από την άλωση της Πόλης το 1204, ντόπιες οικογένειες του Μοριά όριζαν μεγάλες εκτάσεις γης που τις διοικούσαν ως ανεξάρτητοι τοπικοί τύραννοι. Μεγάλο μέρος της Μεσσηνίας ανήκε τότε στις οικογένειες των Βρανάδων και των Καντακουζηνών. Ο ιστορικός Νικήτας Ακομινάτος ή Χωνιάτης, αδελφός του λόγιου μητροπολίτη Αθηνών Μιχαήλ Ακομινάτου (1140-1220), σημειώνει γενικά ότι οι άρχοντες αυτοί -με παράδειγμα προς αποφυγήν τον αυθέντη της Ναυπλίας Λέοντα Σγουρό- ήταν υπεύθυνοι για τα δεινά των κατοίκων και την υποταγή στους Φράγκους. 
Η Μεθώνη υπήρξε κατά καιρούς άντρο πειρατών. Η Κορώνη φημιζόταν για τη μεγάλη ποσότητα λαδιού που έβγαζε. Οι Μανιάτες (ο λαός της Μάινας) δεν είχαν καθόλου καλή φήμη, ενώ η Καλαμάτα θεωρείτο ανέκαθεν πόλη με εύφορη ενδοχώρα αλλά αδύναμο κάστρο. Με το όνομα Καλαμάτα και Καλο(μ)μάτα γνώρισαν την αρχαία πόλη των Φαρών οι Φράγκοι κατακτητές του Μοριά το 1209.
Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1204 και τη συνθήκη της μοιρασιάς που ακολούθησε, οι Βενετσιάνοι κατάφεραν μεταξύ άλλων να κρατήσουν το μερίδιό τους στην Πελοπόννησο, δηλαδή την επαρχία της Λακεδαιμονίας, τα Καλάβρυτα, τις περιοχές της Πάτρας και Μεθώνης με τις ιδιοκτησίες των οικογενειών Βρανά και Καντακουζηνού. Ο Μπάλντουιν (Baldwin), κόμης της Φλάνδρας, έγινε αυτοκράτορας της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, ενώ οι σταυροφόροι με αρχηγό τον Βονιφάτιο (Boniface), μαρκήσιο του Μομφεράτου, πήραν ως μερίδιο το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, τις ελληνικές επαρχίες της Ανατολής και «το νησί της Ελλάδος», δηλαδή την Πελοπόννησο. 
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΩΝ
Ο Βονιφάτιος ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1204 να καταλάβει τις ελληνικές κτήσεις του, συνοδευόμενος από ομάδες σταυροφόρων διαφόρων εθνικοτήτων, που προσδοκούσαν την κατοχή τιμαρίων. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ο Γκιγιόμ ντε Σαμπλίτ (Guillaume de Champlitte), υποκόμης της Ντιζόν, καταγόμενος από το χωριό Σαμπλίτ της Φρανς-Κοντέ στη Βουργουνδία, επονομαζόμενος και Καμπανίτης (Le Champenois) από τον παππού του κόμη της Καμπανίας. Τονίζουμε τη σχέση του Σαμπλίτ με την Καμπανία, γιατί την περίοδο της ρωμαιοκρατίας η ελίτ της αρχαίας Μεσσήνης -ιδιαίτερα η πανίσχυρη οικονομικά μεσσηνιακή οικογένεια των Σαιθιδών- είχε κτήσεις στην Καμπανία· μάλιστα ένας γόνος της οικογένειας, ο Τιβέριος Κλαύδιος Φροντίνος Nικήρατος επονομαζόταν Καμπανός. 
Οι υπόλοιποι σταυροφόροι ήταν ο Βουργούνδιος Οθων ντε λα Ρος (Otho de la Roche), ο Φλαμανδός Ιάκωβος ντ’ Αβέν (Jacques d’ Avesnes) και τα ανίψια του Ιάκωβος και Νικόλαος ντε Σεντ-Oμέρ (Jacues, Nicolas de Saint-Omer, ο Μπέρτολντ φον Κατσενελεμπόγκεν (Berthold von Katzenellenbogen) από τη Ρηνανία, ο μαρκήσιος Γουλιέλμος Παλαβιτσίνο (Guglielmo Pallavicino) από τα περίχωρα της Πάρμας, ο Θωμάς ντ' Οτρεμανκούρ (Thomas d' Autremencourt) και ο Ραμπάνο ντάλε Κάρτσερι (Ravano dalle Carceri) από τη Βερόνα. 
Ο Βονιφάτιος του Μομφεράτου ανέθεσε στον Γκιγιόμ ντε Σαμπλίτ την κατάληψη της Πελοποννήσου, γιατί ο ίδιος ήταν αναγκασμένος να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να υπερασπιστεί τα βόρεια σύνορά της ενάντια στους Βουλγάρους. Σε μια καίρια μάχη κρίθηκε η τύχη ολόκληρης της Πελοποννήσου: 
Οι Βυζαντινοί με επικεφαλής τον Μιχαήλ Δούκα Κομνηνό, ιδρυτή αργότερα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, παρέταξαν ενάντια στους Φράγκους κατοίκους από τα χωριά του Λάκκου στρατιωτικές δυνάμεις από το Νίκλι (Τεγέα), τη Βελιγοστή και τη Σπάρτη, καθώς και τους Σλάβους του Πενταδάκτυλου. Παρασύρθηκαν από τους Φράγκους στην ανοιχτή πεδιάδα της Μεσσηνίας, όπου αναγκάστηκαν να δώσουν την αποφασιστική μάχη και ηττήθηκαν κατά κράτος. Σύμφωνα με το «Χρονικό του Μορέως», η μάχη δόθηκε στους «Κηπησκιάνους, όπου το κράζουν όνομα στον Κούντουραν ελαιώνα» (στ. 1723-1724). 
(Δεν γνωρίζω πού ακριβώς βρίσκονται οι «Κηπησιάνοι» και ο ελαιώνας στον Κούντουρα. Παρακαλώ τους γνώστες της μεσσηνιακής τοπογραφίας και των τοπωνυμίων να με ενημερώσουν, ει δυνατόν).
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ, ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ
Τα κάστρα της Καλαμάτας και -κυρίως- της Αρκαδιάς, της σημερινής δηλαδή Κυπαρισσίας, σε αντίθεση με όλα τα άλλα της Πελοποννήσου άντεξαν αρκετό καιρό πριν πέσουν στα χέρια του Γκιγιόμ ντε Σαμπλίτ και του συμμάχου του Γοδεφρείδου Βιλεαρδουίνου (Geoffroy de Ville-hardouin) που καταγόταν και αυτός από χωριό της Καμπανίας, συγκεκριμένα το Αρντουέν (Hardouin), ευρισκόμενο μεταξύ Βαρ και Αρκίς-σιρ-Ομπ. Ο Γοδεφρείδος είχε προσορμιστεί στη Μεθώνη της Πελοποννήσου ερχόμενος από την Παλαιστίνη, όπου είχε μεταβεί για προσκύνημα τον Μάιο του 1203. Ηταν ανιψιός του ομώνυμου χρονικογράφου και στρατάρχη της Καμπανίας Γοδεφρείδου Βιλεαρδουίνου, ο οποίος είχε συμβάλει αποφασιστικά στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204· για τον λόγο αυτό ο ανιψιός είχε γίνει ασμένως δεκτός στο στρατόπεδο του Βονιφάτιου στη Ναυπλία, το Φεβρουάριο του 1205.  
Στην πολιορκία της Κορίνθου, ο σκληρός τύραννος Λέων Σγουρός αντιστάθηκε και κράτησε το κάστρο του Ακροκόρινθου ως το 1208, όταν ευρισκόμενος σε απόγνωση γκρεμίστηκε έφιππος από το μεγαλόπρεπα τείχη. Ενας μόνο πολεμιστής αντιστάθηκε με θαυμαστή γενναιότητα, κατά την παράδοση, στο μικρό κάστρο του Αράκλοβου. Αυτός ήταν ο Δοξαπατρής Βουτσαράς, ο ηρωισμός του οποίου εξυμνήθηκε στο μεσαιωνικό έμμετρο χρονικό, γνωστό ως «Χρονικό  του Μορέως», και πήρε μυθικές διαστάσεις. Η κόρη του, Μαρία Δοξαπατρή, προτίμησε να αυτοκτονήσει πέφτοντας από το κάστρο, παρά να μετατραπεί σε παλλακίδα του κατακτητή - όπως έπραξαν αργότερα οι Σουλιώτισσες. Εγινε μάλιστα ηρωίδα μιας νεοελληνικής τραγωδίας που συνέγραψε ο Δημήτριος Βερναρδάκης το 1859. 
Η ΚΑΛΑΜΑΤΑ ΚΕΝΤΡΟ ΓΑΛΛΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Tο 1209 ο ντε Σαμπλίτ αναγκάστηκε να αναχωρήσει για τη Γαλλία προκειμένου να διεκδικήσει τη βουργουνδική κληρονομιά του, μετά το θάνατο του αδελφού του Λουδοβίκου (Louis). Παραχώρησε την Καλαμάτα και την Αρκαδιά (Κυπαρισσία) στον Γοδεφρείδο Bιλεαρδουίνο και όρισε τον ανιψιό του Ούγκο (Hughes de Champlite) βάιλο του νεοσύστατου πριγκιπάτου της Αχαΐας. Διασχίζοντας την Απουλία στο ταξίδι του για τη Γαλλία αρρώστησε και πέθανε. Την ίδια χρονιά απεβίωσε και ο ανιψιός του Ούγκο. 
“Βάιλος της Aχαΐας και Ηγεμόνας” αυτοδιορίστηκε τελικά ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος. Πρωτεύουσα της βαρονίας του ήταν η Aνδραβίδα (Andreville), όμως ο ηγεμόνας έμενε συχνότερα στην Kαλαμάτα. Η μικρή αυτή παραλιακή πόλη ασκούσε ιδιαίτερη γοητεία σε όλους γενικά τους Βιλεαρδουίνους, οι οποίοι τη θεωρούσαν κοιτίδα και γενέτειρά τους. 
Η Καλαμάτα αναδείχτηκε σταδιακά σε κέντρο Γάλλων διανοούμενων και σε γαλλική παροικία αριστοκρατικών οίκων που συμπεριφέρονταν με ιπποτικούς τρόπους. Ολόκληρη η ελληνογαλλική κοινωνία της πόλης είχε αναπτυχθεί οικονομικά και πνευματικά, με παράλληλη χρήση και των δύο γλωσσών. Η Γαλλική εξακολουθεί να διδάσκεται με επιτυχία στη σύγχρονη πόλη, χάρη σε φωτισμένους δασκάλους και κυρίως δασκάλες. 
Η αγάπη των Φράγκων ιπποτών για την Καλαμάτα εκδηλώνεται και μέσα από τους στίχους του «Χρονικού του Μορέως»:

Αφ᾽ ότου εκερδήσασι την Καλαμάταν οι Φράγκοι
και είδον τον τόπον έμνοστον, απλόν, χαριτωμένον.
τους κάμπους γαρ και τα νερά, το πλήθος των λιβαδίων
(στ. 1739-41).


ΤΟ ΑΔΥΝΑΜΟ ΚΑΣΤΡΟ
Ο Γοδεφρείδος Α´ επιδίωξε και κατάφερε, μεταξύ άλλων, να ενισχύσει την οχύρωση της Καλαμάτας με έναν εσωτερικό και έναν εξωτερικό περίβολο και να κτίσει την κατοικία του στη θέση ενός παλαιού βυζαντινού μοναστηριού. Ενσωματωμένα στον κεντρικό πύργο της οχύρωσης σώζονται κατάλοιπα του καθολικού του μοναστηριού, προγενέστερου του 13ου αιώνα, που φαίνεται ότι είχε τη μορφή σταυροειδούς ναού με τρούλο και με νάρθηκα στη δυτική πλευρά. Σώζονται τμήματα τραπεζοειδούς αψίδας στη βορειοανατολική γωνία, καθώς και ίχνη από καμάρες και τόξα στο μέσο του βόρειου, του νότιου και του δυτικού τοίχου.
Η Καλαμάτα παρέμενε ωστόσο ένα πόλισμα με αδύναμο σχετικά κάστρο, που δεν κατάφερε στη μακραίωνη ιστορική πορεία του να προβάλει σθεναρή αντίσταση στους πολιορκητές του. Το βραχώδες ύψωμα πάνω στο οποίο αρχικά οικοδομήθηκε δεν ήταν αρκετά ευρύ και ψηλό, ώστε να δεσπόζει στη γύρω περιοχή και να παρέχει στους ενοίκους του πλήρη ασφάλεια, καθώς και τη δυνατότητα να αντέχουν σε μακροχρόνιες πολιορκίες. Γι' αυτόν άλλωστε το λόγο δεν ανακαινίστηκε ποτέ ριζικά, σύμφωνα με τους νέους κανόνες της αμυντικής τεχνικής, ώστε να αντέχει στις οβίδες του πυροβολικού: Οι Βενετσιάνοι κατεδάφισαν τις πύλες, τους προμαχώνες και τα παραπέτα το 1685, άλλαξαν εντούτοις γρήγορα γνώμη και ξαναέκτισαν τον εξωτερικό περίβολο γύρω στο 1700· κατασκεύασαν μάλιστα και νέα αψιδωτή είσοδο που σώζεται ακόμη σήμερα, με ανάγλυφο που εικονίζει το Λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, σύμβολο της Bενετίας, πάνω από την καμάρα της.  
Η «ΜΕΓΑΛΗ ΚΟΥΡΤΗ» ΚΑΙ ΟΙ 12 ΒΑΡΟΝΙΕΣ
Ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος κατένειμε το πριγκιπάτο της Αχαΐας σε 12 βαρονίες, οι βαρόνοι των οποίων συγκροτούσαν την «Μεγάλη Κούρτην» (Haute Courte), με άλλα λόγια την Αυλή, όπως ονομαζόταν το ανώτατο συμβούλιο της Ηγεμονίας του Μοριά, δηλαδή του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Οι βαρονίες, στις οποίες υπάγονταν 120 περίπου ιπποτικά φέουδα (τιμάρια), ήταν οι εξής: 
1) Της Ακοβας (αλλιώς Ματαγκριφόν), κοντά στη Δημητσάνα, 2) της Λακεδαιμονίας με το κάστρο του Πασσαβά κοντά στο Γύθειο, 3) της Βοστίτσας στο Αίγιο, 4) των Καλαβρύτων, 5) της Καρύταινας, 6) της Χαλανδρίτσας, νότια των Πατρών, 7) της Βελιγοστής, κοντά στη Μεγαλόπολη, 8) του Νικλίου στην Τεγέα, 9) του Γερακίου, δυτικά του Πάρνωνα, 10) των Πατρών, 11) της Καλαμάτας και της Αρκαδιάς στην Κυπαρισσία, φέουδα των Βιλεαρδουίνων, και 12) της Γρίτσενας, στις χαράδρες της ορεινής χώρας γύρω από την Καλαμάτα, που τη φύλαγε ο βαρόνος Λουκάς του «Ντετζεπρουντέ» στην περιοχή Λάκκων της Μεσσηνίας. Το επίθετό του αποδίδει πιθανότατα στα ελληνικά το φράγκικο επώνυμο «de Charpigny». 
Ορίστηκαν επίσης τότε 6 εκκλησιαστικοί βαρόνοι με βάση την ελληνική εκκλησιαστική τάξη: της Ωλένης με έδρα την Ανδραβίδα, της Μεθώνης, της Κορώνης, της Βελιγοστής (Μεγαλόπολης), των Αμυκλών (Νυκλίου) και της Λακεδαιμονίας (La Cremonie) - στους οποίους δόθηκαν από 4 τιμάρια. Eπικεφαλής είχαν τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο της Πάτρας και έξαρχο της Αχαΐας Αντελμο του Κλινί (Antelme de Cluny), ο οποίος κατείχε 8 ιπποτικά τιμάρια. Ο ίδιος ο Γοδεφρείδος κράτησε για τον εαυτό του την ενδέκατη βαρονία, στην οποία ανήκαν, όπως σημειώσαμε, τα τιμάρια της Καλαμάτας και της Αρκαδιάς (Kυπαρισσίας). 

ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΣΑΠΙΕΝΤΖΑΣ ΚΑΙ ΚΙΣΤΕΡΚΙΑΝΕΣ ΜΟΝΕΣ
Τον Ιούνιο του 1209, ο Δόγης Πιέτρο Τζιάνι (Pietro Ziani) έστειλε τον νέο διοικητή της Μεθώνης Ραφαέλε Γκόρο (Raffaele Goro) στο νησί της Σαπιέντζας, όπου υπήρχε ένα σημαντικό μοναστήρι του Τάγματος των Βενεδικτίνων -κατά την άποψη του Ανδρέα Νανέττι-, για να λύσουν τις εδαφικές διαφορές τους με τον Γοδεφρείδο Βιλεαρδουίνο. Εκεί υπογράφηκε η γνωστή «Συνθήκη της Σαπιέντζας», παρουσία του πρωτοβεστιάριου της αυτοκρατορικής αυλής Cοnon di Béthune και του Guy d’ Henruel που εκπροσωπούσε τον ίδιο τον Λατίνο αυτοκράτορα της Ρωμανίας στην Κωνσταντινούπολη, Ερρίκο ντ' Ενό (Enri d’ Hainaut, 1206-1216). 
Σύμφωνα με την συνθήκη, οι Ενετοί κρατούσαν τη Μεθώνη με τη Σαπιέντζα, καθώς και την Κορώνη με τα διοικητικά τους διαμερίσματα, ενώ ο Βιλεαρδουίνος παρέμενε ηγεμόνας ολόκληρης της Πελοποννήσου. Εδωσε όρκο αιώνιας πίστης στον δόγη της Βενετίας και τους διαδόχους του και ανέλαβε την υποχρέωση να στέλνει κάθε χρόνο 3 μεταξωτά χρυσοκέντητα παραπετάσματα, δύο για την εκκλησία του Αγίου Μάρκου της Βενετίας και ένα για το παλάτι του δόγη. 
Παραδίδεται επίσης ότι ο Γοδεφρείδος, όπως και ορισμένοι βαρόνοι της Αχαΐας, πήραν υπό την κατοχή τους τη γη των εκκλησιών και εξανάγκασαν τους κληρικούς να πληρώνουν ετήσιο φόρο. Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ´ (1198-12160) δυσαρεστήθηκε σφόδρα όταν πληροφορήθηκε το γεγονός. Ο Γοδεφρείδος, προκειμένου να βελτιώσει τις σχέσεις του με τον πάπα, του πρότεινε το 1210 να χτίσει στην Πάτρα μοναστήρι θυγατρικό του κιστερκιανού Μοναστηριού της Οτκόμπ (Hautecombe) της Σαβοΐας. Δεν είναι γνωστό αν χτίστηκε το μοναστήρι, κάποιος μοναχός πάντως της Οτκόμπ ήταν το 1212 ηγούμενος μοναστηριού στην Ελλάδα. 
Ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος της Πάτρας Αντελμος ενθάρρυνε οπωσδήποτε την εγκατάσταση Γάλλων μοναχών στην Πελοπόννησο, συμπεριλαμβανομένων και μοναχών από τη Μονή Hautecombe. Το Τάγμα των Κιστερκιανών είχε ιδρυθεί το 1098 στο Σιτό (Citeaux) της Γαλλίας από τον Ρομπέρ ντε Μολέμ (Robert de Molesme) και εικοσιέναν μοναχούς ερημίτες.

ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΝΕΤΟ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟ ΗΓΕΜΟΝΑ
Ο Γοδεφρείδος νυμφεύθηκε την Ελισάβετ ντε Σαπ (de Chappes) και απέκτησε μαζί της μια κόρη, την Αλίκη, και δύο γιους, τον Γοδεφρείδο Β' και τον Γουλιέλμο. Το 1217 ο Γοδεφρείδος Β΄, ο μεγαλύτερος γιος του Γοδεφρείδου Α´, παντρεύτηκε την Αγνή, κόρη του Πέτρου ντε Κουρτενέ (de Courtenay) και της Γιολάντας της Οσέρ (Auxerre). Ο Ροβέρτος ντε Κουρτενέ, αδελφός της Αγνής και διάδοχος του αποθανόντος αυτοκράτορα Πέτρου, αναγνώρισε την ίδια χρονιά και επίσημα τον Γοδεφρείδο ως ηγεμόνα της Αχαΐας, όταν πια ο τελευταίος βρισκόταν στη δύση του βίου του.
Ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος πέθανε το 1228 - και τότε μέγας θρήνος ξέσπασε ανάμεσα τους Ελληνες του Μοριά, γιατί ήταν συνετός και δίκαιος αφέντης, τον θεωρούσαν όλοι δικό τους πατέρα. Εκτός από την πολεμική δεινότητα που διέθετε, ήταν άνθρωπος με κάποια μόρφωση και είχε ευαισθησίες. Εγραψε μάλιστα και στίχους ποιημάτων που σώθηκαν. Είχε προφανώς κληρονομήσει ορισμένες από τις αρετές του θείου του Γοδεφρείδου, στρατηγού της Ρωμανίας και χρονικογράφου της 4ης Σταυροφορίας. 
Ενταφιάστηκε στην αγαπημένη του παραθαλάσσια πόλη Καλαμάτα.

Διαβάστε το β΄μέρος   εδώ

_____________

 https://www.eleftheriaonline.gr/themelis

ΓΙΑ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ